Από την αρχή κατάλαβε ότι ήταν ανήσυχοι.
Είχαν υποστεί το τραύμα του πολέμου
και θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε μέλλον
για την πατρίδα τους.
Το κατάλαβε από το ύφος τους
και άλλαξε το δικό του
τους έπιασε από τα μούτρα
για να μην πέσουν
και δεν τους άφησε ούτε στιγμή
για πέντε ώρες.
Δεν γινόταν λιγότερο.
Οι ερωτήσεις πλήθαιναν με τις απαντήσεις.
Σιγά σιγά αναρωτιόντουσαν
πώς δεν ήξεραν τόσα πράγματα
για τον ίδιο τον λαό τους
ενώ ένας ξένος τους τα εξηγούσε
αλλά μετά κατάλαβαν
ότι δεν υπήρχε πλαίσιο σύγκρισης
και αυτό που είχε σημασία
ήταν η αξιοποίηση στο έπακρον της πηγής.
Αν δεν το έκαναν θα ήταν πράξη βαρβαρότητας.
Έτσι συνέχισαν με πιο βαθιές ερωτήσεις.
Δεν ήταν πια το τραύμα που τους ενοχλούσε
αλλά απλώς η αλήθεια
και η απραξία.