6582 - Η επιστολή του ανθρώπου με την αζουριά

Ν. Λυγερός

Vincent : Θυμάσαι τον μικρό μου πίνακα;
Ελίσα: Ποιόν από όλους;
Vincent : Τον άνθρωπο με την αζουριά!
Ελίσα: Βέβαια! Είναι τόσο τρυφερός…
Vincent : Δεν θα το έλεγα… Μια ανάμνηση…
Ελίσα: Μια ανάμνηση για το μέλλον που δημιουργήσατε εσείς με την τέχνη σας.
Vincent : Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Απλώς δεν ήθελα να τον ξεχάσουμε και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να τον ζωγραφίσω.
Ελίσα: Και βλέπετε ότι δεν τον ξέχασα.
Vincent : Ούτε αυτός εσένα…
Ελίσα: Ξαφνιασμένη. Τι εννοείτε;
Vincent : Μου έστειλε μια επιστολή για σένα.
Ελίσα: Για μένα; Μα, δεν ξέρω να διαβάζω.
Vincent : Δεν πειράζει αν θέλεις θα την διαβάσω…
Ελίσα: Διακόπτοντάς τον. Ναι, θα το ήθελα πολύ.
Vincent : Τώρα;
Ελίσα: Ναι, τώρα!… Αν το θέλετε βέβαια…
Vincent: Και βέβαια το θέλω, αφού σου το πρότεινα.
Ελίσα: Λοιπόν…
Vincent : Περίμενε λίγο να πάρω τον φάκελο.

Ο Vincent σηκώνεται από την ψάθινη καρέκλα του και αφήνει πάνω της την πίπα του και το καπέλο του. Ψάχνει λίγο πάνω στο γραφείο του κι επιστρέφει. Δεν κάθεται όμως. Πηγαίνει κοντά στην Ελίσα και στέκεται όρθιος πίσω της πάνω από τον ώμο της. Της δίνει την επιστολή στα χέρια.

Κράτα την, θα την διαβάζω από εδώ…
Ελίσα: Έτσι θα είναι σαν να διαβάζω εγώ.
Vincent : Έτσι!
Ελίσα: Τι ωραία, δάσκαλε!
Vincent : Ν’ αρχίσουμε λοιπόν;
Ελίσα: Ν’ αρχίσουμε εδώ και τώρα. Χρόνος. Την κρατάω καλά;
Vincent : Βγάζεις τα γράμματα;
Ελίσα: Γράφω μέσα μου.
Vincent : Έτσι είναι η μνήμη.
Ελίσα: Κι η αγάπη.
Vincent : Συγγνώμη που έστειλα την επιστολή σου στον δάσκαλο, αλλά δεν ήξερα πού να σε βρω.
Ελίσα: Καλά έκανες…
Vincent : Του απαντάς;
Ελίσα: Αχ! Νόμιζα ότι ήταν εδώ. Χρόνος. Δεν θα ξανάμιλήσω… Χρόνος. Το υπόσχομαι. Σιωπή. Και πώς ξέρετε ότι γράφει σε μένα;
Vincent : Έγραψε πάνω στο φάκελο: για το κορίτσι του κάμπου με το κίτρινο καπέλο.
Ελίσα: Εγώ είμαι!
Γυρίζει πίσω το βλέμμα της.
Δεν θα πω τίποτα πια…
Vincent : Καλώς!
Ελίσα: Μα πότε την έγραψε;
Vincent : Περίμενε και θα δεις.
Ελίσα: Εντάξει, εντάξει θα περιμένω… Χρόνος. Κι εσείς πώς με αντέχετε;
Vincent : Έχω άπειρες… Χρόνος. Θέλω να είσαι χαρούμενη.
Ελίσα: Είμαι, είμαι! Χρόνος. Λοιπόν;
Vincent : Σε είδα μέσα στον κάμπο μας. Από εκεί περνάω συχνά. Πηγαίνω και κάθομαι κάτω από τα δέντρα που βρίσκονται στην άκρη.
Ελίσα: Κι εμένα… Αχ… Ξέχασα πάλι…
Vincent : Δεν πειράζει, αρκεί να είσαι χαρούμενη. Χρόνος. Είχα βρει μια αζουριά και την είχα στο στόμα μου, όπως εσύ είχες τον κόμβο πάνω στο καπέλο σου…
Ελίσα: Τον πρόσεξε κι εκείνος!
Vincent : Ποτέ δεν είχα δει κοπέλα με τέτοια ρούχα. Κι ήσουν σχεδόν ακίνητη.
Ελίσα: Σχεδόν…
Vincent : Το πρόσεξε κι εκείνος… Σιωπή. Έβλεπα και το δάσκαλο με όλα τα πινέλα του και το τελάρο του. Δεν τόλμησα να έρθω πιο κοντά. Σας θαύμαζα μέσα στο κάμπο μας.
Ελίσα: Δεν είναι τρυφερός;
Vincent : Και μάλλον ντροπαλός.
Ελίσα: Μπορεί.
Vincent : Αλλά θέλησα να σου πω ένα πράγμα… Ένα πράγμα μόνο…
Ελίσα: Τι λέει; Τι λέει;
Vincent : Είσαι η παπαρούνα με τα στάχυα.
Ελίσα: Τι θέλει να πει ακριβώς;
Vincent : Παλιά δεν έδινα σημασία στις παπαρούνες. Όλοι μου έλεγαν ότι είναι άχρηστες για το χωριό. Τώρα όμως ξέρω ότι είναι η ομορφιά της ζωής. Μπορεί η ομορφιά να είναι άχρηστη αλλά τι θα ήταν η ζωή χωρίς αυτή. Και τώρα έχω κι εγώ την παπαρούνα μου μέσα στον κάμπο μου. Και βλέπω πια ότι δεν είναι όλες ίδιες. Ήθελα απλώς να σου πω ευχαριστώ για το δώρο σου. Ευχαριστώ που υπάρχεις κι εσύ!
Μ’αγάπη,
Ο άνθρωπος με την αζουριά.

Ελίσα: Και μετά;
Vincent : Ρωτάς αν έχει υστερόγραφο;
Ελίσα: Δεν ξέρω, δάσκαλε. Τι πρέπει να ρωτήσω;
Vincent : Μη ρωτάς τίποτα άλλο… Ξέρεις πού θα τον βρεις…
Ελίσα: Εκεί κάτω από τα δέντρα.
Vincent : Κοντά στους ακίνητους ανθρώπους.