66734 - Ο παλμός
Ν. Λυγερός
Είχε πολύ κόσμο…
Ήταν όμως ελάχιστοι οι άνθρωποι.
Και η συνάντηση ήταν απρόσμενη.
Κανείς δεν το περίμενε.
Ενώ έπρεπε να γίνει.
Η αίθουσα ήταν τεράστια.
Από μόνη της ήταν ένα ολόκληρο εστιατόριο.
Ήταν μια παλιά δομή που είχε γίνει διαχρονική
με την πάροδο των αιώνων.
Σε αυτόν τον χώρο σε μία γωνία του έγινε το απίστευτο που άλλοι δεν μπόρεσαν ποτέ να το χαρακτηρίσουν.
Εκεί βρέθηκαν οι μοιραίοι…
Το μετέωρο φως είχε δημιουργήσει μια παράξενη ατμόσφαιρα χωρίς να υπάρχει κάποια εξήγηση.
Όλοι θα πίστευαν ότι αποτελούσαν μια παρέα αλλά θα ήταν ένα τραγικό
λάθος για τη συνέχεια και την ερμηνεία των γεγονότων που θα ακολουθούσαν.
Έξι άνθρωποι που δεν ήταν τρία ζευγάρια ήταν καθισμένοι σε ένα μεγάλο τραπέζι όταν ξαφνικά μια γυναίκα πρότεινε σε έναν άντρα να καθίσει αλλού για να είναι δίπλα της.
Και αυτός το αποδέχτηκε.
Του μίλησε από κοντά και δεν ακούστηκε από τους άλλους.
Το βλέμμα του άλλαξε με μία.
Η πρόταση ήταν στα όρια του απαράδεκτου.
Αλλά δεν είπε τίποτα.
Εκείνη συνέχισε να είναι προκλητική χωρίς να είναι κατανοητή από τους άλλους.
Το ύφος της όμως ήταν γνωστό.
Εδώ δεν υπήρχαν χαρτιά πάνω στο τραπέζι.
Οι άλλοι δεν τόλμησαν να αναμειχθούν σε αυτόν τον περίεργο μονόλογο.
Δεν ήξεραν πώς να παίξουν.
Διότι αυτή έπαιζε, μόνο που οι κανόνες δεν ήταν γνωστοί…
Αλλά τη στιγμή που περίμεναν όλοι να συνεχίσει εκείνος τη σταμάτησε.
Ακόμα και αυτή ξαφνιάστηκε.
Ήταν η πραότητά του που είχε εμφανιστεί.
Είχε ξεπεράσει τα όρια και την έβαλε ξανά στη θέση της.
Σηκώθηκε κι επέστρεψε στην αρχική θέση.
Από εκεί παρήγγειλε σαμπάνια για όλους.
Όταν ήρθε σήκωσε το ποτήρι του και της απάντησε…
Εκείνη τον ευχαρίστησε ανοιχτά.
Αλλά όλοι κατάλαβαν πως κάποια διαφορά τους είχε χωρίσει. Τουλάχιστον αυτό πίστεψαν για μερικά δευτερόλεπτα!
Εκείνος έβαλε πάνω στο τραπέζι μια ιδιόμορφη τσάντα.
Μόνο όταν την άνοιξε φάνηκε το μουσικό όργανο.
Άρχισε να το συναρμολογεί.
Οι κινήσεις του ήταν σταθερές λες και τις είχε κάνει για χρόνια.
Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μουσικός…
Κάποια όμως το είχε μάθει το προηγούμενο βράδυ.
Δεν είχαν προβλέψει ότι θα έπαιζε σε αυτό το εστιατόριο.
Έβαλε το καλάμι στα χείλη του και μετά το στερέωσε πάνω στο κλαρίνο με τον σφιγκτήρα του.
Εκείνη περίμενε…
Από την πλευρά της είχε δαγκώσει τα χείλη της.
Ήξερε πια ότι θα το τολμούσε και το αδιανόητο έγινε.
Ακούστηκε για πρώτη φορά εκείνο το τρίτο μέρος της Συμφωνίας του Τιτάνα…
Εκείνη είδε το όργανο να πάλλεται κι αναγκάστηκε να χαμογελάσει.
Είχε χάσει το στοίχημά της αλλά ήταν χαρούμενη πια το θαύμα που δεν περίμενε είχε γίνει.
Κι ένιωσε παντού τον παλμό του.