66737 - Μετά τη σιωπή
Ν. Λυγερός
Είχαν μείνει όλοι άφωνοι.
Για μερικά δευτερόλεπτα όλο το εστιατόριο είχε κυριολεκτικά σωπάσει.
Ούτε οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να κινηθούν.
Περίμεναν ν’ ακούσουν ένα σύνθημα για να επανέλθουν.
Αυτό όμως άργησε. Κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Η σιωπή φάνηκε αφόρητη. Κρατούσε ακόμα το κλαρίνο με το δεξί χέρι.
Δεν περίμενε τίποτα.
Είχε κερδίσει ένα στοίχημα που δεν είχε βάλει.
Δεν της είχε επιτρέψει να κινηθεί εκτός πλαισίου, πράγμα το οποίο είχε συνηθίσει με τους άλλους. Οι άλλοι μάρτυρες περίμεναν την αντίδρασή της. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν και δεν κινήθηκαν.
Ξαφνικά σηκώθηκε και άρχισε να χειροκροτά σαν να είχε χάσει τον έλεγχο.
Και αμέσως μετά άρχισε να τραγουδά ένα παλιό ρώσικο παραδοσιακό τραγούδι. Αυτό πίστεψαν στην αρχή, αλλά ήταν ουκρανικό. Δεν είχε σημασία.
Το εστιατόριο ζωντάνεψε και πάλι, η χαρά ξεχείλιζε παντού.
Σιγά σιγά όλη η αίθουσα έγινε ένας άνθρωπος.
Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι η παρέα γιόρταζε κάτι. Γινόταν συχνά για τα γενέθλια. Και περίμεναν τον σερβιτόρο που θα έφερνε το παραδοσιακό γλυκό, που συνδύαζε το παγωμένο εσωτερικό με το καυτό εξωτερικό.
Έμοιαζε με την ίδια. Omelette norvégienne.
Όμως δεν ερχόταν.
Συνέχισε το τραγούδι έως το τέλος.
Δεν υπήρξαν χειροκροτήματα αλλά ένα τεράστιο γέλιο που ξέσπασε ξαφνικά.
Το αίνιγμα φαινόταν να μην είχε καμιά λύση. Την κοίταξε στα μάτια ήταν μαύρα σαν το τραγούδι…
Εκείνη κάθισε…
Τότε σηκώθηκε αυτός και ήρθε δίπλα της.
Της μίλησε χαμηλόφωνα αλλά όλοι μπορούσαν να τον ακούσουν.
Η χροιά της φωνής του τους είχε ηρεμήσει ακόμα κι αν δεν είχαν καταλάβει τι είχε γίνει ακριβώς. Τελικά ήρθε το γλυκό και αυτό το γεγονός χαροποίησε όλη την αίθουσα.
Ήταν δυστυχισμένη
και γι’ αυτό είχε αυτή την συμπεριφορά. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε έναν τέτοιο άνθρωπο ικανό να νιώσει τον πόνο της.
Αυτό την είχε συγκινήσει δίχως βέβαια να αλλάξει τον χαρακτήρα της.
Η κατανόηση δεν επαρκούσε. Ήθελε κάτι άλλο. Δεν ήταν απλώς ένα χατίρι ή μια απαίτηση αλλά ένα θαύμα. Τίποτα λιγότερο. Αλλά αν κάποιος ήταν ικανός να το κάνει ήταν αυτός.
Σηκώθηκαν μαζί.
Κρατούσε στο χέρι του το κλαρίνο με την τσάντα και με το άλλο την στήριζε.
Εκείνη περπατούσε σαν να είχε πιει.
Όμως δεν ήταν βότκα. Ήταν ο ίδιος της ο πόνος.
Τον κρατούσε στο μπράτσο σφιχτά.
Είχε γίνει το στήριγμά της.
Βγήκαν από το εστιατόριο χαιρετώντας τους υπεύθυνους που δεν θα ξεχνούσαν το όλο θέαμα ακόμα κι αν το παρασκήνιο παρέμεινε αινιγματικό για όλους.
Περπάτησαν προς την πλατεία.