66900 - Το συντριβάνι του πάθους
Ν. Λυγερός
Αρχικά νόμιζε ότι ήταν μία ψευδαίσθηση ή ακόμα και μια οφθαλμαπάτη, όμως αναγκάστηκε να αποδεχτεί ότι έβλεπε πραγματικά το συντριβάνι να στάζει φως, δεν είχε πια μόνο την απόδειξη μέσω του αποτελέσματος που τόσο ήθελε, αλλά αντίκριζε και την πραγματικότητά του, σαν να είχε ανεβεί στο πεζουλάκι και να άγγιζε τα κάγκελα της ομορφιάς που ήταν το τελευταίο όριο πριν το υγρό πάθος της λίμνης. Σήκωσε τα μάτια της κι εξέτασε το ανθρώπινο θαύμα από πάνω προς τα κάτω για να δει ακόμα και το ουράνιο τόξο που είχε μέσα του, λες και ήταν ένα φωτοστέφανο που περίμενε το κεφάλι του χρίσματος για να φανεί πιο έντονα ο ήλιος της δικαιοσύνης. Είδε πρώτα το μονοπάτι που έκανε τον γύρο της λίμνης σαν ένα χάδι πάνω στο πρόσωπό του και περπάτησε πάνω στα βλέφαρά της για να φτάνει χάρη στο συντριβάνι στο πρώτο μπαλκόνι του κόσμου, λίγο πιο πάνω από την επιφάνεια της λίμνης σαν να ήταν σε πέτρινο κύμα που είχε σταματήσει την πορεία του για να μη χαθεί στην αδιάφορη καθημερινότητα. Γι’ αυτό δάκρυσε το είναι της με νοσταλγία.