67161 - Το πιάνο του φτωχού
Ν. Λυγερός
Κανένας δεν ήξερε πώς ένιωθε όταν δεν έπαιζε με το μουσικό του όργανο. Ήταν άλλος άνθρωπος γιατί μιλούσε για την Ανθρωπότητα εκεί όπου οι άλλοι πνιγόντουσαν μέσα στη λήθη των κοινωνιών. Έβγαινε από μέσα του όλο το έργο του αόρατου που άκουγε συνεχώς όπου και να βρισκόταν.
Εκείνο το βράδυ όταν μπήκε σε αυτό το άγνωστο κουτούκι δεν περίμενε ν΄ ακούσει το ακορντεόν ενός άλλου ανθρώπου. Δεν είπε τίποτα κάθισε σ’ ένα τραπέζι σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα ενώ το ακορντεόν συνέχιζε να παίζει έναν εμμονικό σκοπό από τα βάθη της Ευρώπης.
Του έφεραν το πιάτο της ημέρας χωρίς να τον ρωτήσουν τι ήθελε. Ήταν η παράδοση εκεί. Ο πελάτης θα έτρωγε ό,τι είχε ετοιμάσει η γριά χωρίς άλλη δυνατότητα. Αλλά δεν πειράζει γιατί πάντα τους πρόσεχε και έτρωγαν πάντα με χαρά το πιάτο τους.
Το ακορντεόν τελείωσε το γρήγορο κομμάτι και άρχισε να παίζει ένα που ήταν απάνθρωπα αργό για κάποιον που δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε. Έπιασε το ποτήρι του αλλά δεν το έβαλε στο στόμα του, το κρατούσε σαν να ήταν το τελευταίο γιατί δεν ήξερε αν θα υπήρχε άλλο μετά από αυτό που άκουγε.