67162 - Το τραγούδι της γριάς
Ν. Λυγερός
Η γριά είχε βγει από την κουζίνα της. Κοίταζε έντονα τον άλλο άνθρωπο που έπαιζε ακορντεόν. Ήταν γυναίκα και τη λέγανε Νιετόσκα… Σαν αυτή… Και τώρα έπαιζε το τραγούδι της γιαγιάς που δάκρυζε ακούγοντάς το. Την είχε ξαφνιάσει αλλά ακόμα περισσότερο εκείνον που την άκουγε από την αρχή. Το είχε δει στο ποτήρι του. Ακόμα δεν το είχε δοκιμάσει, ενώ το κρατούσε μέσα στη χούφτα του λες και περίμενε κάτι. Ένιωσε ότι είχε αγγίξει τη γριά που στεκόταν όρθια, σαν να ήθελε να ακούσει με όλο της το είναι το πάθος του παρελθόντος που δεν έλεγε να κλείσει την πληγή της. Παρατήρησε πού είχε πέσει το βλέμμα της. Δεν είχε ξεχάσει τον δικό της ακόμα και μετά από δεκαετίες. Μόνο τότε κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Άφησε το ποτήρι του και σηκώθηκε απότομα, πήγε προς την κατεύθυνση της γριάς… Εκείνη όμως δεν κουνήθηκε ούτε τρόμαξε… Άκουγε μόνο το παλιό τραγούδι του ποταμού και έκλαιγε μέσα της. Πέρασε δίπλα της και της άφησε ένα φιλί στον ώμο σαν να ήταν περιστέρι, συνέχισε να προχωρά και έπιασε πάνω στον τοίχο την κρεμασμένη μπαλαλάικα.