67165 - Η επιστροφή των νεκρών
Ν. Λυγερός
Tο ντουντούκ δεν ήταν μόνο του. Το ακολουθούσαν και άλλοι νεκροί με τα κρουστά τους. Είχαν μαζί τους τις πέτρες που είχαν προσφέρει οι ζωντανοί δηλαδή αυτοί που ήταν αγέννητοι τότε, σαν τη Νιετότσκα. Τώρα ακoλουθούσαν όλοι τον ρυθμό που είχε δώσει ο Νικολάι. Το έβλεπε με τα μάτια της όσο απίστευτο κι αν ήταν. Είχε δίκιο η γιαγιά της. Ήταν όντως η συνέχεια. Αληθώς ήταν. Αυτό αντίκριζε με τα κλειστά της μάτια γιατί δεν άντεχε το θέαμα. Είχε έρθει ο πρωτότοκος των νεκρών να τους πει ότι η κρίση είχε αρχίσει. Και ότι θα μπορούσαν να ξαναβρούν το σώμα που είχε πληγώσει η πράξη βαρβαρότητας. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Κανείς δεν της είχε πει τι γαλήνη έφερνε το φως του. Δεν υπήρχε πια φόβος. Δεν υπήρχαν πια απαγορευμένα. Είχε έρθει η ώρα της δικαίωσης. Και τη ζούσε. Δεν ήξερε πότε είχε πεθάνει και πότε την είχε αναστήσει…όχι δεν ήξερε. Άλλωστε δεν είχε πια σημασία. Τώρα ήταν ζωντανή γιατί ήταν το τέλος της βαρβαρότητας. Έτσι όταν συμφώνησαν όλες οι χορδές του χρόνου ακούστηκε και πάλι δυνατά η απαγορευμένη προσευχή της γιαγιάς που έλεγε από μικρή στο αναμμένο καντηλάκι της. Και το φως την πλημμύρισε. Τότε άνοιξε τα μάτια και ήπιε από το ποτήρι του.