68093 - Η πέτρα του φωτός

Ν. Λυγερός

Αυτό που τους είχε αγγίξει ήταν το χρώμα της πέτρας. Ήταν πάντα ζεστό και είχε κάτι το οικείο που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν ούτε να εξηγήσουν με τα δεδομένα που είχαν στη διάθεσή τους. Όλα είχαν ξεκινήσει με ένα κονιάκ σε μια αυλή. Μόνο που αυτή βρισκόταν στο εσωτερικό ενός διάσημου καταλύματος. Την ήξεραν αυτή τη γλώσσα. Δεν είχε μυστικά για αυτούς ακόμα και στην παλαιότερη μορφή της. Όταν επέλεξε το ποτό, τον είχε αφήσει να διαλέξει για τους δύο. Ήταν σαν ένα κοινό μυστικό. Ήξερε ότι ήξερε ακόμα κι αν δεν ήξερε τι ήξερε. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε μαζί του μουσικό όργανο αλλά αυτό ήταν στη σκέψη του λόγω του χώρου και της εποχής του. Έτσι ενώ άκουγαν τον θόρυβο της αδιάφορης της κοινωνίας, είχε αρχίσει να συνθέτει. Το ένιωθε, το έβλεπε στο βλέμμα του ότι κάτι προετοίμαζε. Μπορεί να μην είχε ανοίξει ακόμα το τετράδιό του αλλά ήδη έγραφε νοητικά. Αν δεν τον ήξερε θα έλεγε ότι είχε πάθε ένα νοητικό σοκ όταν είχαν εισέλθει σε αυτόν τον χώρο του χρόνου. Αλλά όχι δεν ήταν αυτό και κατάλαβε πως χωρίς να το αντιληφθεί πραγματικά ότι είχε αρχίσει η διακλάδωση αφού είχε γίνει η πρώτη κίνηση πάνω στην πέτρινη σκακιέρα.