Όταν βγήκαν από τις βάρκες με την πανοπλία τους που έσταζε φως, μπήκε και αυτή στη θάλασσα χωρίς να περιμένει. Έτσι ο ουρανός συνάντησε τη θάλασσα και όλοι κατάλαβαν ότι ήταν πάντα μαζί κι ότι καμία απόσταση δεν μπορούσε να τους χωρίσει. Τα δύο νησιά είχαν τον ίδιο ουρανό και την ίδια θάλασσα τίποτα λιγότερο. Το φόρεμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ σαν την πανοπλία του αλλά κανένας από τους δύο δεν σταμάτησε. Έπρεπε να ενωθούν ακόμα και στη θάλασσα και κανένα εμπόδιο δεν θα τους καθυστερούσε άλλο. Το κατάλαβε ότι δεν θα σταματούσε και άλλαξε τον βηματισμό του για να την πιάσει πιο νωρίς. Και όταν την άγγιξε κάρφωσε τα δύο πόδια του στον βυθό και τη σήκωσε τόσο ψηλά που την έβγαλε έξω από τη θάλασσα. Η αγκαλιά του ήταν μετέωρη. Πάντα έτσι έκανε και αυτή φιλούσε το αγαπημένο της χαμόγελο για να μην πει τίποτα και να νιώσει πρώτα το σώμα του, το άρωμά του και τη γεύση του. Αυτές ήταν οι πρώτες τους λέξεις γιατί η σιωπή μόνο άντεχε τόσο βαθιά την Αγάπη της Ανθρωπότητας. Κι όταν βγήκαν τα πόδια της δεν πάτησαν στη γη. Περπατούσε μόνο με το δικό του σώμα, με τη δική του πνοή.