70722 - # 3 Podcast: Μικροί άνθρωποι και μεγάλη ανθρωπιά

Ν. Λυγερός, Α. Παπαδοπούλου

Γεια σας, ονομάζομαι Αγγελική Παπαδοπούλου, είμαστε εδώ με τον Δάσκαλο Νίκο Λυγερό και θα του κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τους μικρούς ανθρώπους γιατί θα ήθελαν πολλοί άνθρωποι να γνωρίζουν την γνώμη του πάνω σ’ αυτό το θέμα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ένας γονέας και άνθρωπος μεγαλύτερης ηλικίας θα ήταν πρέπον να συμπεριφέρεται σ’ έναν μικρό άνθρωπο.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Ωραία, το κατάλαβα, το κατάλαβα το πλαίσιο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τι είναι το πρέπον. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όταν έχουμε έναν  μεγάλο άνθρωπο κι έναν μικρό άνθρωπο είναι ότι το μόνο κοινό που έχουν είναι το «άνθρωπος». Η διαφορά τους είναι ο Χρόνος. Άρα το κοινό είναι το ανθρώπινο που υπάγεται στην Ανθρωπότητα και η διαφορά μικρός και μεγάλος είναι η ηλικία που υπάγεται στον Χρόνο. Αυτή η διαφορά στον Χρόνο θα προκαλέσει μερικά προβλήματα, αλλά μπορεί και να είναι ένα πλαίσιο για να βοηθήσει τον άλλον. Δηλαδή είναι αυτός που είναι πιο προχωρημένος στον Χρόνο που θα βοηθήσει αυτόν που έρχεται. Το πρώτο λάθος που κάνουμε ως γονείς είναι ότι θεωρούμε ότι οι μικροί άνθρωποι είναι απλώς παιδιά. Άρα νομίζουμε ότι δεν έχουν αρκετή νοημοσύνη, ότι δεν βλέπουν τον κόσμο όπως τον βλέπουμε εμείς και έχουμε ένα μοντέλο νοητικό που είναι πολύ απλοποιημένο και για μένα είναι εκφυλισμένο. Απ’ τη στιγμή λοιπόν που σκεφτόμαστε ότι μιλάμε σε κάποιον που είναι σοβαρός απλώς είναι σε μικρή ηλικία. Άρα να πάρω ένα παράδειγμα για να βοηθήσω και τους μαθητές, θέλω να φανταστείς τώρα Αγγελική ότι έχεις μια συζήτηση μ’ ένα παιδί που είναι τριών ετών, αλλά αυτό το παιδί είναι ο Δάσκαλος. Πώς θα του συμπεριφερθείς; Επειδή ξέρεις τα θέματα με τη Διδασκαλία, μπορείς να καταλάβεις και να πεις τελικά άμα έχει τις ίδιες ιδιότητες κι υπάρχει ένα ωραίο βιβλίο που λέγεται “Ένας υπερεγκέφαλος ξαναγεννιέται”, επιστημονικής φαντασίας, τώρα θέλω να φανταστείς λοιπόν ότι μιλάμε μαζί αλλά εγώ θα ήμουν τριών ετών. Ποια θα ήταν η συμπεριφορά σου; Ε θα δεις ότι αμέσως ως γονέας θα μαζευτείς και θα πεις: “Ωπ ωπ ωπ τώρα πώς θα το λέω αυτό;” Και ρωτάω, μήπως όταν είσαι μ’ ένα κλασσικό παιδί απλώς αυτοσχεδιάζεις και λες θα μου βγει;

Άρα αυτό που θέλω να αναδείξω είναι ότι υπάρχει μία στρατηγική, ακόμα και σ’ αυτή την αγάπη που φαίνεται απλή. Πρέπει να σκεφτείς ότι: “Πώς θα ανταποκριθεί. Είναι κατανοητό αυτό που ζητάω; Όταν μετά απαντάει, απαντάει όπως θέλει αυτό ή απαντάει όπως θέλω εγώ;” Γιατί του μαθαίνεις ας πούμε να κάνει κινήσεις. Θες να αντιγράφει τις δικές σου ή κάπου-κάπου να σου βγάζει και μία καινοτομία; Του μαθαίνεις ζωγραφική. Του μαθαίνεις να ζωγραφίζει έναν κύκλο. Σου κάνει ένα τετράγωνο το οποίο είναι τέλειο. Τι του λες; “Δεν είναι κύκλος;” Δεν πρέπει να έχεις και λίγο serendipity, να πεις: “Τι μπορεί να μου κάνει που εγώ δεν είχα προβλέψει στην αρχή;”. Άρα επειδή είναι αυτή η ερώτηση αρχικά είναι ότι πρέπει να είμαστε σ’ ένα πλαίσιο ανοιχτής δομής. Δηλαδή  πρέπει να είσαι ικανός ως γονέας να απορροφήσεις αυτά που κάνει ο μικρός άνθρωπος μέσα στη δικιά σου τη νοητική δομή. Άμα είσαι σε πολύ σκληρό πλαίσιο δεν μπορεί να μπει κανένας μέσα, άρα προτιμάς να είναι μια  αντιγραφή.

Το άλλο θέμα επειδή είναι γενικό, είναι ότι ο γονέας αρχικά ειδικά σε πολύ μικρή ηλικία, θεωρεί ότι είναι απλώς η αναπαραγωγή του το παιδί και δυσκολεύεται να δει την άλλη οντότητα. Δυσκολεύεται να καταλάβει ότι είναι ένας άλλος άνθρωπος, ο οποίος αυτός ο άλλος άνθρωπος έχει άλλες ανάγκες. Άρα κάνει μία απλή προσομοίωση και θεωρεί ότι κάνει κάπως το ίδιο σε μικρότερη ηλικία. Και γι’ αυτό το βλέπεις ότι κάνουμε συχνά προβολές και το βλέπουμε συχνά στην ψυχολογία και λέμε: “Εγώ δεν μπόρεσα να κάνω αυτό όταν ήμουν μικρή, θα ήθελα η δικιά μου να το κάνει”. Και η δικιά σου δεν έχει καμία όρεξη να κάνει αυτό το πράμα, θέλει να κάνει κάτι άλλο.

Άρα έχουμε πρώτα τον σεβασμό στην ανθρωπιά του. Δεύτερον έχουμε έναν σεβασμό προς τα ενδιαφέροντά του που δεν είναι απαραίτητα τα δικά μας, άρα αυτό σημαίνει τι; σημαίνει ότι δεν είμαστε ο ένας που κοιτάζει τον άλλον, σκεφτόμαστε ότι είμαστε ο άλλος άλλος. Δηλαδή μιλάς στο μικρό παιδί, σου απαντάει, εσύ όταν του απαντάς, του απαντάς σαν μικρό παιδί και θα το χαρεί επειδή είναι στην ίδια ηλικία ή του απαντάς σαν μεγάλος, που περιμένει να μιλήσει στην ίδια ηλικία. Γιατί αυτό που βλέπω και στα θέματα διδασκαλίας, υπήρχε μία ωραία έρευνα, που αναρωτιόταν ας πούμε, πώς οι μαθητές βλέπουν τον καθηγητή. Και σε κάποια φάση έλεγε ότι τον βλέπουν και σαν φίλο. Εδώ έχουμε ένα λάθος δομικό. Ο καθηγητής άμα είναι ένας φίλος, τότε έχει νοητική υστέρηση. Γιατί πάνω κάτω έχει αναπτύξει μια φιλία με ένα παιδί που είναι 25 χρονών πιο νέο. Δεν θέλει αυτό, θέλει μια διδασκαλία. Όταν λοιπόν είμαστε σ’ αυτό το πλαίσιο, σημαίνει ότι, εσύ όταν του μιλάς εξετάζεις τα θέλω του; Ή εξετάζεις μόνο τα θέλω σου; Μετά λες: “Εγώ το κάνω μόνο για το καλό του”. Το ξέρει;

Άρα είναι καλό, όπως το λέμε, επειδή το είχαμε κάνει σ’ ένα προηγούμενο podcast και είχαμε πει για το θέμα της μελέτης της κατάθλιψης και της θεωρίας του Beck είναι ότι λέμε ότι ο ασθενής πρέπει να ξέρει ότι είναι ασθενής. Πχ ο μικρός άνθρωπος ξέρει ότι είναι μικρός άνθρωπος ή νομίζει ότι είναι μόνο το παιδί σου; Ο μικρός άνθρωπος ξέρει αν έχει δικαιώματα, δηλαδή του έχεις πει ότι: “Έχεις δικαιώματα και μπορείς να ζητήσεις κάτι;“. Φαντάζομαι ότι αυτό ήταν πάνω κάτω αυτό που ήθελες σαν εισαγωγή.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ένα άλλο ερώτημα που ήθελα να σας κάνω έχει σχέση με τον αυτισμό. Ένας γονέας που σήμερα παίρνει διάγνωση στα χέρια του ότι το παιδί του έχει αυτισμό, ποια είναι η πρώτη κίνηση που πρέπει να κάνει και γενικότερα πώς πρέπει να συμπεριφερθεί έτσι ώστε να βοηθήσει την εξέλιξη του μικρού αυτού ανθρώπου.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Άρα το πρώτο πράγμα είναι ότι όταν λες απλώς αυτισμό είναι πολύ γενικό και πρέπει να δούμε σε ποια κατηγορία είναι. Μπορεί να μην το κάνουμε σε αυτό το podcast, αλλά άμα χρειαστεί θα το κάνουμε, πρέπει να υπάρχει μια διάγνωση και αυτή η διάγνωση να δώσει την κατηγορία. Δηλαδή έχουμε ελαφρύ, υψηλό, βαρύ αυτισμό, είναι του τύπου Asperger, δεν είναι, σε ποια κατηγορία είμαστε. Άρα εδώ δεν μπορούμε να έχουμε μια συμβουλευτική που πάει για όλους τους αυτισμούς. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταλάβει ο γονέας ότι δεν είναι ειδικός, άρα πρέπει να διαβάσει μερικά πράγματα. Όχι να διαβάσει για να γίνει ειδικός, γιατί  θα έχει έναν ειδικό που θα του συμπαραστέκεται. Αλλά θα πρέπει να ξέρει μερικά πράγματα γιατί υπάρχουν μερικοί κώδικες. Δηλαδή υπάρχει ο αυτισμός που έχει σχέση και με το σώμα. Είναι μερικά αυτιστικά παιδιά δεν θέλουν καθόλου να έχουν καμία επαφή με σένα. Άμα τα άλλα έχουν, δεν μπορεί να είναι του ίδιου τύπου. Μετά είναι το θέμα του δείκτη νοημοσύνης, Μέσα στον αυτισμό έχουμε πληθώρα παραδειγμάτων που δείχνει ότι μπορεί να κάνουμε διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά επίπεδα. Λέω λοιπόν ότι το πρώτο πράγμα είναι να έχουμε γνώσεις. Όταν υπάρχει αυτή η διάγνωση, συνήθως ο γονέας έχει πρώτα το θέμα της μη αποδοχής. Δηλαδή λέει: “Δεν μπορεί να έχει συμβεί σε μένα”. Κι όμως έχει συμβεί. Μετά, ανάλογα με τον ειδικό, όπως ο ειδικός θα το παρουσιάσει, αλλά νομίζω ότι είναι μία πρόκληση. Γιατί τα αυτιστικά παιδιά μπορούν να αναπτυχθούν, να συμμετέχουν στην ιστορία της Ανθρωπότητας, ενώ μέσα στην κοινωνία δεν φαίνεται. Άρα άμα το συνειδητοποιήσει αυτό ο γονέας είναι ότι έχει μερικά δεδομένα. Αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να είναι οι γνώσεις, αν θες, οι τεχνικές σε επιστήμες στο επίπεδο που είμαστε όταν το μαθαίνει, μετά είναι ποιες συμπεριφορές πρέπει να έχει ο ίδιος για να μην είναι ενοχλητικός και να μην έχει μία παρενόχληση ο μικρός άνθρωπος την ώρα που αναπτύσσεται γιατί δεν ξέρει. Πχ έχουμε μερικές εμμονές, άρα άμα τις προκαλείς ή έχουν γίνει πρέπει εσύ να το αντιμετωπίζεις και να κάνεις ένα shift, ν’ αλλάζεις το θέμα και να μπορεί το παιδί να πάει στο άλλο. Αυτές εδώ οι τεχνικές είναι, αν θες, στο τακτικό επίπεδο, αλλά για μένα το στρατηγικό είναι ένα παιδί που είναι αυτιστικό είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος και δεν είναι μόνο η κατηγορία του. Είναι άνθρωπος που είναι σε μια κατηγορία η οποία έχει κάποιες ικανότητες, ειδικότητες κτλ. Όταν το βλέπουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, τότε καταλαβαίνουμε ότι άμα σεβαστούμε τον μικρό άνθρωπο, θα λειτουργήσουμε σ’ αυτό το πλαίσιο που έχουμε στη στρατηγική: λειτουργούμε με τα δεδομένα που έχουμε και όχι με αυτά που θα θέλαμε να έχουμε. Άρα το παιδί είναι αυτό, δεν το αλλάζουμε, ο γονέας είναι αυτός και δεν τον αλλάζουμε, γιατί πρέπει να ξέρεις Αγγελική μερικές φορές οι ειδικοί λένε: “Αν είχαμε άλλους γονείς με το ίδιο παιδί, τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ καλά”. Άρα δεν το βλέπουν μόνο απ’ τη μια πλευρά. Λοιπόν εδώ φαίνεται η συμβατότητα. Πώς παίζει ο ένας με τον άλλον. Σίγουρα ο γονέας σε αυτή την περίπτωση έχει το θέμα της πρωτοβουλίας. Και πρέπει να δούμε μετά το θέμα της ανταπόκρισης. Μετά σε επίπεδο τεχνικό εξαρτάται από την ανταπόκριση. Δηλαδή είναι παιδί που ακούει το παράδειγμα που μου θέτεις; είναι παιδί που απαντάει, είναι παιδί που δεν μιλάει; είναι παιδί που δεν έχει επαφή, είναι αυτό που λέμε σε αυτόν το τομέα οχυρό, δηλαδή είναι εντελώς κλειστό και δεν μπορείς να μπεις μέσα; Ή μπορείς να μπεις και μέσα; Άρα πρέπει μετά να δεις τα πρώτα ίχνη της επικοινωνίας που αλλάζουν και δημιουργούν μια ανταπόκριση. Δηλαδή μιλάς, βλέπεις, λες: “Τώρα πώς να μιλάω; Να μιλάω κανονικά; Να μιλάω με κινήσεις; Να μιλάω ορθολογικά; Να μιλάω με αγάπη;” Από τη στιγμή λοιπόν που υπάρχει αυτή η διάγνωση, πρέπει να υπάρχουν τεχνικές, οι οποίες βασίζονται επάνω σ’ ένα θεμελιακό στοιχείο-μιλάμε για μια ψυχή-η οποία έχει μπει σ’ ένα σώμα που έχει αυτές τις ιδιότητες. Εσύ επικοινωνείς πάνω σ’ αυτό και πρέπει σιγά-σιγά αυτή την επικοινωνία να την περάσεις σε συνεννόηση. Αυτή η συνεννόηση είναι ότι, θυμάστε ας πούμε και στα αθλήματα: όταν είμαστε δύο και ο καθένας είναι πολύ καλός στο ίδιο άθλημα, εντάξει, και ξαφνικά τους λες να παίξουν μαζί και να συνεργαστούν. Είναι μερικοί που δεν μπορούν να συνεργαστούν, δυσκολεύονται. Κι είναι άλλοι που συνεργάζονται πολύ πιο ωραία. Άρα ο δεύτερος στόχος, αν θες στρατηγικός: πρέπει να υπάρχει συνεργασία. Σε ποιο επίπεδο συνεργατικότητας βρισκόμαστε. Δεν πρέπει να είναι μόνο προς τον μικρό άνθρωπο. Είναι τι στέλνει ο μικρός άνθρωπος που μπορεί να γίνεται μια συνεργασία. Εγώ το βλέπω, αν θες, όπως έχουμε στη θεωρία παιγνίων, έχουμε το πλαίσιο της συνεργατικότητας και της μη συνεργατικότητας. Δηλαδή ο άλλος μπορεί να μην ξέρει. Φαντάσου τώρα ότι εγώ σε βάζω με τον Αθανάσιο σε δύο χωριστά δωμάτια, εντάξει; Και δεν έχετε άμεση επαφή και σας λέω να συνεργαστείτε για ένα θέμα. Το θέμα δεν το ξέρετε ακόμα. Εγώ τώρα περιμένω από σας να βρείτε μία τεχνική να επικοινωνείτε ενώ είστε στο άλλο δωμάτιο. Αλλά θα μου πεις: “Θα πάω κοντά στην πόρτα, θα κάνω morse, θα χτυπάω στον τοίχο”. Όλα αυτά που θα σκεφτείς είναι αυτά που δεν θα έκανες αν ήταν δίπλα σου. Ωραία. Αυτό δεν σχετίζεται με την επίλυση του προβλήματος. Σχετίζεται με μια μεθοδολογία. Άρα πρέπει να έχεις μια μεθοδολογία. Μετά πρέπει να καταλάβεις, εφόσον δεν είστε μαζί, πώς συντονιζόμαστε για να έχουμε την ίδια μεθοδολογία. Πχ. εγώ δεν μπορώ να σου μιλήσω κι είμαι υποχρεωμένος να έχω έναν κώδικα morse, πρέπει να σου μάθω τι είναι το morse, ενώ δεν το ξέρω απ’ την αρχή θα ήταν πολύ πιο απλό να ξέραμε και οι δύο morse, θα κάναμε τα φωτάκια, τα χτυπήματα κλπ Αλλά λέω απλώς ότι μεθοδολογία, βασικό στοιχείο η ανθρωπιά, μετά η συνεργατικότητα για να πετύχουμε στόχους, που πρέπει να είναι κοινοί. Δηλαδή, ο στόχος τι πρέπει να είναι. Πρέπει να είναι η χαρά. Μπορούμε να πετύχουμε μία άσκηση, η οποία προκαλεί χαρά στο τέλος; Γιατί αν είναι να πετύχουμε μόνο την άσκηση χωρίς να προκαλεί χαρά, είναι πολύ απλά τα πράγματα, ο μικρός άνθρωπος δεν την ξανακάνει,. Αφού δεν τον χαροποιεί. Άρα εδώ η δυσκολία ποια είναι; Είναι ότι μπορεί εσύ να έχεις προσδοκίες χαράς πολύ πιο ψηλές, απ’ ότι έχει ο μικρός. Αλλά θυμάστε όλοι σας το παράδειγμα με το δώρο και το περιτύλιγμα, εντάξει; Και λέω λοιπόν ότι όταν έχεις το δώρο και το περιτύλιγμα και βλέπεις ότι το παιδί ασχολείται πιο πολύ με το περιτύλιγμα, παρά με το δώρο, τότε θα ονομάσεις δώρο το περιτύλιγμα. Για να ξεκολλήσεις από αυτό και θα πεις: “Ωραίο περιτύλιγμα, το χάρηκε, αλλά φαίνεται ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα για να ασχοληθεί με αυτό που νόμιζα εγώ ότι ήταν παιχνίδι, το παιχνίδι μπορεί να το λατρέψει σε δύο μήνες”. Εδώ υπάρχει το θέμα του timing στον συντονισμό. Άρα χρειαζόμαστε συνεργατικότητα και συντονισμό αλλά πάντοτε μ΄ έναν στόχο να είναι μια ανθρώπινη χαρά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: ΔΕΠ-Υ και ΔΑΦ. Γιατί τόσο πολύ συγχέονται αυτές οι δύο διαφορετικές έννοιες και υπάρχει περίπτωση ένα παιδί να διαγνωστεί με ΔΕΠ-Υ ενώ έχει ΔΑΦ, είτε το αντίθετο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:

Είναι πάρα πολύ απλό γιατί πολλοί από τους γονείς θέλουν να έχουν, όχι την κατηγορία, αλλά να είναι σε μία από τις δύο για να έχουν παροχές. Αυτό που μου λες τώρα είναι καθαρά κοινωνικό. Είναι πολλοί που θέλουν να έχουν μία βοήθεια, καταλαβαίνουν ότι υπάρχει μία δυσκολία και σου λέει: “Άμα το αναγνωρίσουν έτσι ή το αναγνωρίσουν αλλιώς από τη στιγμή που εγώ  έχω μία βοήθεια κρατική, είμαι εντάξει”.  Τώρα σε επίπεδο μεθοδολογίας είναι εντελώς λάθος γιατί άλλη η μία κατηγορία κι άλλη η άλλη και άμα δεν ξέρεις καλά την κατηγορία, καλύτερα να έχεις ανοιχτό σενάριο και να πεις: “Μπορεί να μην είναι και τόσο σίγουρο”. Και το έχουμε συχνά αυτό στην ψυχολογία, υπάρχει αυτή η πλαστικότητα. Αυτό όμως που μου λες είναι ότι όταν ο άλλος αναζητεί επιδόματα, παροχές για κάποιο λόγο, δεν τον ενδιαφέρει τόσο πολύ ο λόγος γιατί δεν θ’ ασχοληθεί προσωπικά. Άρα μην μπερδεύεις αυτά τα δύο στοιχεία. Ο ένας το κάνει για να βοηθηθεί και να μην κάνει τίποτα, ενώ φαντάζομαι ότι η αρχική σου ερώτηση είναι πώς ο γονέας  συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη του μικρού ανθρώπου κι όχι απλώς παθητικά. Γιατί ακόμα κι αν έχει ειδικούς, ο μικρός άνθρωπος θέλει πάντοτε το στοιχείο της οικογένειας. Οι ειδικοί δεν θα γίνουν ξαφνικά η οικογένεια. Άρα θέλει έναν πατέρα, θέλει μία μάνα και εδώ είναι ο ρόλος σου. Απλώς ο ρόλος είναι λιγότερο «απλός» εντός εισαγωγικών, αλλά έχει πάντα την ίδια ανθρωπιά. Αυτή την ανθρωπιά που πρέπει να είναι δεδομένη, πρέπει να ξεχειλίζει και να πηγαίνει επάνω στον μικρό άνθρωπο και να νιώθει μια ασφάλεια. Δεν έχει σχέση να είναι μόνο με ανθρώπους. Νομίζω ότι το βλέπεις ακόμα και με τα σκυλιά. Ένα σκυλί που σε κοιτάζει πάντα, δεν σ’ εμπιστεύεται. Ένα σκυλί που κάθεται ανάποδα κι έχει τον κώλο του προς εσένα, σ’ εμπιστεύεται. Άμα λοιπόν έχεις έναν άνθρωπο που σου λέει: “εμένα ο σκύλος μου μ’ αγαπάει πάρα πολύ” κι εγώ κοιτάζω και βλέπω ότι ο σκύλος δεν κάθεται ποτέ ανάποδα, εγώ καταλαβαίνω ότι τον φοβάται πάρα πολύ. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Άρα συνήθως, ας πούμε, όταν έχουμε τον φόβο, είναι πιο εύκολο απ’ τον σεβασμό.  Άρα ακόμα και για τα σκυλιά, τα σκυλιά διαχρονικά σέβονται περισσότερο-πρόσεξε τι θα πω-σέβονται περισσότερο τον σεβασμό, παρά φοβούνται τον φόβο. Εδώ είναι ένα παράδοξο γιατί σιγά-σιγά το σκυλί συνηθίζει σ’ αυτόν τον φόβο και κάνει και κάπου-κάπου μαλαγιανιές για να δοκιμάσει λίγο, σε τεστάρει. Άμα είναι με τον σεβασμό δεν σε τεστάρει. Θεωρεί ότι το σέβεσαι και σε σέβεται. Άρα θα είναι από αυτό που θα σε προστατέψει κιόλας. Λέω λοιπόν ότι άμα το δεις με αυτόν τον τρόπο, θυμάστε το έργο “Forrest Gump; Οκ. Θυμάσαι ότι μερικές φορές ο Forrest κάνει πράξεις λίγο υπερβολικές για τη φίλη του και είναι έτοιμος να πλακώσει στο ξύλο οποιονδήποτε που πάει να την πειράξει,  ενώ στην πραγματικότητα δεν πάει ακριβώς να την πειράξει, πάει πιο πολύ να την κανονίσει. Αλλά επειδή δεν έχουν συμφωνήσει ποιος είναι ο κώδικας, θυμάστε τη σκηνή που είναι αυτή με κάποιον άλλον σ’ ένα αυτοκίνητο και αυτός έρχεται και.. ε; λέει: “τι γίνεται εδώ;” γιατί αυτός νομίζει ότι τη χτυπάει. Ε, είναι πάλι το ίδιο όταν την ξαναβρίσκει μετά από χρόνια. Τι προσπαθώ να πω; Δεν έχει καμία κακία ο Forrest, απλώς πρέπει να του πεις τι είναι τι, για να υπάρχει ένας κώδικας αρχικά επικοινωνίας. Εγώ το βλέπω σε νοητικό επίπεδο όπως το ‘χουμε στην κρυπτογραφία. Δηλαδή: υπάρχει μια διαφορά, ας πούμε, επικοινωνείς με τον  Θανάση και σου λέει θα σου στείλω έναν κώδικα. Εσύ τώρα ξέρεις ότι το ΄χει κωδικοποιήσει και προσπαθείς να σπάσεις τον κώδικα, είμαστε εντάξει; Αυτό είναι μία περίπτωση. Αυτό όμως είναι τεχνητό γιατί σ’ έχει προειδοποιήσει. Τώρα φαντάσου ότι ο Θανάσης δεν σ’ έχει προειδοποιήσει και σου γράφει σε μία άλλη γλώσσα που εσύ δεν την ξέρεις. Αυτός γράφει απλό κείμενο. Για μένα  ο αυτισμός είναι πιο κοντά σ’ αυτό. Δεν είναι κάτι που το κάνει να σου παράγει τεχνητές δυσκολίες εξεπίτηδες. Απλώς γράφει σε μία άλλη γλώσσα κι εσύ δεν την ξέρεις. Άρα, το πρώτο πράγμα που θα σου πω είναι μάθε τη γλώσσα και μετά κάνε ερωτήσεις. Άρα έχουν έναν δικό τους τρόπο. Θυμάσαι επίσης για να μην είναι μόνον για τους ανθρώπους και δεν είναι μόνον θέμα ασθένειας, νομίζω ότι αγαπάς τα δελφίνια, έτσι δεν είναι; Ωραία. Και τα δελφίνια μας αγαπάνε. Δεν σ’ ενοχλεί που δεν επικοινωνούμε κανονικά με τα δελφίνια; Ρωτάω τώρα, για σένα ένα δελφίνι θα μπορούσε να ‘ταν αυτιστικό; Αφού δεν επικοινωνείς. Τι προσπαθώ να πω: άμα είναι σ’ έναν άλλο κόσμο με έναν άλλο κώδικα, με μία άλλη γλώσσα έχουμε ένα πρόβλημα συμβατότητας. Άρα πρέπει αυτός που βλέπει τι έχει γίνει να μπει στον κόσμο του, του άλλου. Εμείς αυτό που λέμε συχνά, θυμάσαι λέμε κοινωνικοποίηση. Εμείς θέλουμε το παιδί που είναι μία ειδική περίπτωση να μπει κανονικά στην κοινωνία. Εγώ αυτό που βλέπω τα αποτελέσματα τα καλύτερα  που έχουμε με τα παιδιά, είναι όταν η κοινωνία γίνεται ανθρώπινη, το παιδί εντάσσεται στην Ανθρωπότητα, δεν εντάσσεται στην κοινωνία. Άρα, ένα παιδί πχ πιο παλιά που ήταν επιληπτικό ήταν μεγάλο πρόβλημα, ενώ τώρα ξέρουμε ακριβώς τι είναι η επιληψία. Έχουμε κάνει μετρήσεις, βλέπουμε πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος, υπάρχει ένας παράξενος ελκυστής που είναι πιο σκληρά δομημένα και δεν έχει τόσο μεγάλη ευελιξία, βλέπουμε ας πούμε πως πηγαίνει στην κρίση και μπορούμε με αυτό να προετοιμαστούμε. Άρα δεν το αντιμετωπίζουμε καθόλου μ’ αυτόν τον τρόπο. Λέω το εξής: εγώ το θυμάμαι, ήμουν στο Λύκειο, είναι ένα ωραίο παράδειγμα, ήταν μια κοπέλα που έπαθε κρίση επιληψίας και δεν το ‘χαν δει ποτέ. Κανένας, ήταν η πρώτη φορά που το έκανε μπροστά μας. Είχε πολύ πλάκα με ποια έννοια: όλοι φοβήθηκαν και ήμασταν με τον καθηγητή να την κρατάμε για να μην δαγκώσει τη γλώσσα της. Ξες, κάνουν κινήσεις και μετά δεν το ελέγχουν και να ξέρεις ότι μπορεί να κόψουν τη γλώσσα με αυτές τις παράξενες κινήσεις και μπαίνει η γλώσσα μέσα και μπορεί να πεθάνει. Άρα γι’ αυτό, αν θυμάσαι καλά, το βλέπουμε συχνά στα έργα, τους βάζουμε ένα κόκκαλο κι άμα δεν έχεις τίποτα πρέπει να βάλεις ακόμα και το μπράτσο, για να δαγκώνει και να σταθεροποιηθεί. Αυτό παλιά, σου δίνω ένα παράδειγμα, το ξέρεις ότι ο Dostoevsky ήταν επιληπτικός; Όχι, αλλά δεν σε επηρέασε για να διαβάσεις το κείμενό του. Ωραία. Αυτό σημαίνει τι, ότι κάτι που θεωρούσαμε ότι ήταν πολύ παράξενο, μετά η επιστήμη το έμαθε. Το θέμα του αυτισμού, έχουμε εξελιχθεί πάρα πολύ σ’ αυτόν τον τομέα και δεν είναι καθόλου όπως το βλέπαμε παλιά. Άρα υπάρχουν τεχνικές, μπορούμε να βοηθήσουμε πρακτικά, να επικοινωνήσουμε μ’ έναν άλλο τρόπο, αλλά πρέπει να υπάρχει και διάθεση. Εσύ βέβαια, ξέρω ότι σ’ αρέσουν οι γλώσσες, άρα θα κάνεις το πρώτο βήμα να μάθεις τη γλώσσα του άλλου για να του μιλάς. Συχνά τι γίνεται; εμείς θέλουμε ο άλλος να μάθει τη δικιά μας τη γλώσσα για να του μιλάμε. Ναι αλλά είναι ο άλλος που έχει τη δυσκολία. Αλλά κανονικά πρέπει να το πεις μ’ αυτόν τον τρόπο, θα σου θυμίσει κι ένα τραγούδι, τα εύκολα για το παιδί, τα δύσκολα για σένα. Όταν μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία, τότε υπάρχει κι ένας συντονισμός και λες: “Τώρα μπορώ να το κάνω, θα βοηθάω περισσότερο για να έχουμε μία ανθρώπινη σχέση, η οποία πηγαίνει προς την κατεύθυνση της χαράς.”.

Σας ευχαριστώ πολύ που απαντήσατε στις ερωτήσεις μου. Ανυπομονώ να σας ακούσω στο επόμενο Podcast. Να είσαστε όλοι καλά. Καλή συνέχεια.