7094 - Από τις κινήσεις στο άγγιγμα

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου

Έπρεπε να ξαναδιαβάσει τα μεσαιωνικά ποιητικά κείμενα για να προσπαθήσει να κατανοήσει τη δομή τού επικολυρικού μυθιστορήματος.  Ο Αριόστο και ο Τάσσο θα μπορούσαν να είναι μια απλή αναδρομή στις πηγές, όμως δεν ήταν αυτό το ζήτημα.  Οι στροφές, οι ρίμες, ο συλλαβισμός καθιστούσαν εφικτή τη μελέτη τού οκτασύλλαβου και του αλεξανδρινού και όχι μόνον.  Ήταν, επίσης, ικανά να τον βοηθήσουν να εντρυφήσει στη φύση του ενετο-κρητικού μυθιστορήματος για να ξανασυναντήσει την επιρροή και τη συνεισφορά του Paris και Vienne.  Σ’ αυτό το φιλολογικό έργο,  το σημαντικό ήταν η ανάδειξη νοητικών σχημάτων που δομούσαν τους αγώνες πάλης και τις κονταρομαχίες στον περίφημο κονταροχτύπημα.  Διαφορετικά πώς να κατανοήσει τις πτώσεις και τις προκλήσεις.  Οι γνώσεις του έγιναν επαρκείς για τους πολυμαθείς.  Δεν έδιναν στ’ αλήθεια σημασία για το αντικείμενο του έργου του.  Έμοιαζαν με κείνους  που παρακολουθούσαν την όπερα dei pupi δίχως να λαμβάνουν υπόψη πως δεν ήταν οι μαριονέτες που ανέβαζαν το έργο.  Μέσα από αυτήν την παράδοση, ο λαός είχε διατηρήσει μια μνήμη που δεν ήτανε πλέον κατανοητή από τους ειδικούς, οι οποίοι αρκούνταν στο να υποτιμούν μια μορφή εκφυλισμού μιας υποτιθέμενης γνώσης.  Ο μικρός όλ’ αυτά τα έβλεπε με μια ματιά διαφορετική και η διαφορά έκανε τη διαφορά.  Κι έτσι έλαβε χώρα η δεύτερη διακλάδωση.  Άκουσε τον ήχο ενός πιάνου με ουρά.  Ήτανε μια αργή κίνηση.   Ταίριαζε με το μυθιστόρημα που μελετούσε.  Πέντε μέρη, πάνω από δέκα χιλιάδες στίχοι, για να εκφράσουν τον έρωτα και τον πόλεμο σε αργή κίνηση, στον ρυθμό της μνήμης μπροστά στο τζάκι του 17ου αιώνα, όπου τα πάντα ήταν ακόμη δυνατά, εις πείσμα των απαγορεύσεων ή μάλλον των παρεμποδίσεων της κοινωνίας.  Ήτανε δύσκολο ν’ αντιληφθεί από πού προερχόταν ο ήχος του πιάνου.  Ήταν από την άλλη πλευρά του τοίχου.  Δεν ήτανε σαν τις λέξεις που προσέκρουαν στο τείχος.  Ο ήχος διαπερνούσε τόσο άνετα που ήτανε σε θέση να αναγνωρίζει το παίξιμο.  Θα έπρεπε να πούμε πως ήτανε τόσο χαρακτηριστικός, πολύ περισσότερο που τον συνόδευε ένα είδος ψιθυρισμού παντελώς αναγνωρίσιμου.  Ο  ερμηνευτής ήταν ο Glenn Gould.  Ποιος μπορούσε ν’ ακούει αυτή τη μουσική, την ώρα αυτή;   Κι έπειτα, τι ώρα ήταν;  Αυτά τα ερωτήματα αναρωτιόταν δίχως να εγκαταλείπει τα βιβλία του, που δεν χωρούσαν στο προσκεφάλι.  Ήταν η ώρα τού Kirilov.  Μόνον που έπρεπε να έχει διαβάσει το έργο Οι Δαιμονισμένοι για να κάνει τη σύγκριση.  Είχε περάσει  από τις χειρονομίες της σιωπής στο άγγιγμα της μουσικής.  Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί από το να υπολογίσει την πιθανότητα συνύπαρξης, μα το πιάνο σταμάτησε και ξαφνικά του θύμισε τη φράση του Leonardo da Vinci για τη μουσική.  Το κομμάτι δεν είχε ολοκληρωθεί.  Κάτι το είχε διακόψει πριν το τέλος.  Ήτανε παράξενο, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, για κάποιον μάλιστα που πρόσεχε τις λεπτομέρειες, οι οποίες ενίοτε μετατρέπονται σε ενδείξεις.  Από την άλλη πλευρά του τοίχου, σαν από την άλλη πλευρά του καθρέφτη, υπήρχε ένας άντρας ή μία γυναίκα, ίσως, που έπαψε ν’ ακούει τη μουσική του Bach.  Ήταν άραγε ένα αποκύημα της φαντασίας ή μήπως  η αρχή του νήματος μιας αιώνιας γιρλάντας;  Ο κώδικας είχε γραφεί εδώ και πολύ καιρό, μόνο που τώρα μπορούσε να τον ακούει και να τον αγγίζει.  Κι έπειτα, υπήρχε εκείνη η αυτο-αναφορική εικόνα σαν σε μια ζωγραφιά του Escher.  Όμως εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το βιβλίο που δεν γνώριζε.  Ξανάρχισε να διαβάζει, ήτανε το μόνο μέσο για να διαπεράσει τον τοίχο.  Η υπερπήδηση του τοίχου είχε συντελεσθεί.  Το έργο αφορούσε στα καταγωγή των κοντοροχτυπημάτων.  Εκεί ανακάλυψε κάποια στοιχεία άγνωστα.  Ήτανε πριν το κόκκινο ξίφος.  Δίχως να το ξέρει, έτσι τουλάχιστον νόμιζε εκείνη τη στιγμή, βυθίστηκε  σε μία ιστορία που είχε μέλλον.  Ο Μεσαίωνας είχε πιο πολλά χρώματα.  Στη μεσαιωνική ξιφασκία, βρήκε το σπαθί, μα και το ρόπαλο, το δόρυ, τον πέλεκυ, το ξιφίδιο και φυσικά το στιλέτο.  Τίποτε πια δεν θα ήταν όπως πριν στο άγγιγμα με τα χτυπήματα της διάτρισης και της κόψης.