7190 - Οι Yπηρέτες της Ανθρωπότητας

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου

Το δωμάτιο ήταν κρύο. Το τζάκι δεν είχε ανάψει εδώ και χρόνια. Δεν είχε γίνει καμία αλλαγή ως τώρα, σαν να μην είχαν τολμήσει να το αγγίξουν μετά τα γεγονότα. Προχώρησε προς το παράθυρο με τα δοκάρια, ελκυόμενος από μια αναλαμπή. Ο ήλιος διασκέδαζε με αναπηδήματα στην οδό των Iπποτών. Άνοιξε τα φύλλα της πόρτας και έγειρε. Εξέτασε τις δύο κατευθύνσεις της οδού: απαγορευμένες και οι δύο. Αυτό θα μπορούσε να είναι παράξενο για κάποιον άλλον, μα για εκείνον ήταν ένα επιπλέον σημάδι. Ήταν πράγματι ο χώρος. Ξανάκλεισε το παράθυρο, απαλά, όπως τότε. Άκουσε έναν θόρυβο, γυρίζοντας γρήγορα, πρόλαβε να δει μία φευγαλέα σκιά. Ώστε δεν ήταν μόνος. Το χέρι του πήγε από φυσική αντίδραση στη θέση του ξίφους, όμως άλλαξε γνώμη. Έπρεπε να είναι προσεκτικός, για να μην αποκαλυφθεί. Δεν ήταν εδώ παρά μόνον ένας επισκέπτης στο καταφύγιο, τίποτε άλλο. Ξαναβγήκε από το δωμάτιο για να προχωρήσει ως την είσοδο, στο εσωτερικό μπαλκόνι, απ’ όπου μπορούσε να διακρίνει την πέτρινη σκάλα, δίχως να εγείρει τις υποψίες των σκιών και των τοίχων.
Δεν υπήρχε κανείς. Ούτε ίχνος, σκέφτηκε. Χωρίς να έχει τον χρόνο για να ολοκληρώσει τη σκέψη του, συνέλαβε μια λεπτομέρεια για το προτελευταίο βήμα. Το βλέμμα του δεν είχε γελαστεί. Επρόκειτο για ένα πιόνι. Αυτό ήταν λευκό. Το διερεύνησε πιο προσεκτικά. Ήταν αδύνατον. Λες και το χρονικό παίγνιο είχε αρχίσει, δίχως να περιμένει τις θέσεις των παικτών. Θυμήθηκε τον Bernard, διότι εκείνος είχε τις ίδιες λαβωματιές με το εγκαταλελειμμένο πιόνι. Αυτό ήταν ένα άλλο σημάδι. Ξανάκλεισε το χέρι του πάνω στο πιόνι, σαν να έκλεινε στην αγκαλιά του και πάλι τον παλιό του φίλο της μάχης. Σαν να ήθελε να τον προειδοποιήσει. Όμως ποιος μπορούσε να θυμάται ακόμα τους Ιππότες της Ρόδου; Κανείς εδώ δεν ήξερε το μυστικό της διακλάδωσης, ακόμη λιγότερο εκείνο του εκλεκτού κλαδιού. Τότε τι έπρεπε να σκεφτεί; Και κυρίως τι έπρεπε να πράξει; Ανασκουμπώθηκε και μπήκε στο άλλο δωμάτιο, εκείνο της συνάντησης. Η σκάλα ήταν ακόμη εδώ, ακόμη κι αν η πρόσβαση στον ουρανό ήταν τελείως απαγορευμένη. Έγειρε, χωρίς να γονατίσει. Αυτή τη φορά, ξαναβρήκε το κέρμα που είχε κρύψει από την προηγούμενη διαμονή του. Το πρόσωπο του Μεγάλου Μαγίστρου ήτανε άθικτο.
Κρίνος.
Σημάδι τελειότητας.
Το πέρασμα, λοιπόν, ήταν ανοικτό.
Και για αυτό δεν υπήρχε παρά μόνον ένας λόγος.
Ο κίνδυνος.
Ποια, όμως, ήταν η αναλογία;
Και κυρίως ποια ημερομηνία;
Ξαναθυμήθηκε τις ημερομηνίες.
Σε κάθε περίπτωση, ο εχθρός ήτανε πάντοτε ο ίδιος. Σκέφτηκε τη διδασκαλία και τους μαθητές. Θα ήταν έτοιμοι εγκαίρως;
Το σκάκι δεν ήτανε παρά μόνον μια εισαγωγή, ένα μονοπάτι, δίχως εκείνη πώς να καταλάβουν το νόημα μιας μάχης θανάτου, μιας μάχης μέσα στον Χρόνο.
Rundlauf.
Είχε επιστρέψει στην αρχική του θέση, αλλά αυτή τη φορά ο Χρόνος ήταν μαζί του.
Επανεξέτασε τη γεωμετρία των τόπων σκεπτόμενος τα χρονικά ταξίδια. Πάνω στους κατάλευκους τοίχους προέβαλε τις αναμνήσεις.
Ιερουσαλήμ.
Κύπρος.
Και τώρα Ρόδος.

Όλο αυτό έπαιρνε ένα νόημα νέο μέσα σ’ έναν πόλεμο που ποτέ δεν είχε τελειώσει. Ξανασκέφτηκε τις πολιορκίες του 1480 και 1522 και τους Μεγάλους Μαγίστρους Pierre d’Aubusson και Philippe de Villiers της Isle-Adam. Δύο ηρωικές αντιστάσεις, ξεχασμένες απ’ όλους, εκτός από τους απαγορευμένους. Και τώρα έπρεπε να δώσει μια νέα μάχη μέσα σε μια κοινωνία όπου βασίλευε η λήθη κι η αδιαφορία.
Εκείνος ήξερε πως έτσι ήτανε πάντα, διότι ήταν ένας Υπηρέτης της Ανθρωπότητας.