73876 - Το φως της θάλασσας
Ν. Λυγερός
Η ουσία την ξάφνιασε όχι τόσο από την παρουσία της αλλά από τη φρεσκάδα της. Ήταν ολοζώντανη σαν να είχε αγγίξει νωπό πίνακα. Ενστικτωδώς έτριψε τα δάκτυλα μεταξύ τους. Δεν το πίστευε ότι είχε αυτή τη δυνατότητα. Δεν την είχε καν φανταστεί κι εδώ άγγιζε το πολύτιμο δώρο της ζωής. Οι δακτυλισμοί της έγιναν όλο και πιο ακριβείς διότι ήθελε να νιώσει κάθε λεπτομέρεια. Ψηλάφιζε τα πλήκτρα ενός αόρατου πιάνου κι έπαιζε σε Ντο Μείζονα. Όλες οι αισθήσεις της είχαν ενεργοποιηθεί και μύρισε το άρωμα της φαντασίας. Τότε έφερε το χέρι στο στόμα της. Όσο απίστευτο κι αν ήταν, το απίθανο άρωμα της έσπασε τη μύτη. Και δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να το γευτεί. Έτσι έγινε το αδιανόητο κι ένιωσε μέσα της το φως της θάλασσας που τόσο αγαπούσε. Ήταν σκέτη απόλαυση αφού ήταν σαν να έπινε τον αφρό της πάνω στο κύμα. Στάλα στάλα το σώμα της άλλαζε. Αυτή η αίσθηση την τρέλαινε και δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Αναποδογύρισε για να γευτεί πιο άμεσα την αστείρευτη πηγή. Έτσι έφτασε λίγο πριν ακουστεί η πόρτα.