73882 - Η πόρτα του Παραδείσου
Ν. Λυγερός
Δεν περίμενε ν’ ανοίξει η πόρτα. Μόνο αυτή είχε το κλειδί, τουλάχιστον αυτό πίστευε. Ήταν σαν να είχε ανοίξει ο ίδιος ο Παράδεισος αλλά πριν την ώρα της και αυτό την ξάφνιασε. Παρέμεινε ακίνητη… Δεν ήξερε τι να κάνει. Η πόρτα άνοιξε ίσα ίσα για να περάσει ένας άνθρωπος. Όποιος και να ήταν, δεν προχώρησε μέσα στο δωμάτιο, πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Σκέφτηκε ότι μάλλον κάτι είχε ξεχάσει. Δεν είχε ανάψει ούτε το φως. Όσο παράξενο κι αν ήταν, το χέρι της δεν είχε σταματήσει ν’ αγγίζει την πηγή της ευχαρίστησης. Κάτι άλλαζε και φαντάστηκε ότι τελικά έβαλε μαγιό. Δεν άκουγε τίποτα εκτός από ρούχα πάνω στο δέρμα. Και μετά τίποτα. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Δεν σηκώθηκε όμως. Περίμενε. Τότε αναγνώρισε μία ανάσα. Και ειδικά τον ρυθμό της. Δεν το πίστευε κι όμως ήταν η πραγματικότητα. Είχε ανοίξει η πόρτα του Παραδείσου και μάλιστα διάπλατα. Ακούγοντας τις ανάσες προσπάθησε να φανταστεί τις κινήσεις χωρίς να ξέρει τίποτα εκτός από τον αναγκαίο πόθο που αφουγκράστηκε έως το τέλος.