7734 - Το παραμύθι του πύργου

Ν. Λυγερός

Μια φορά κι ένα καιρό, ο δάσκαλος πήγε τους μαθητές του στα ερείπια ενός παλιού κάστρου. Έτσι νόμιζαν τουλάχιστον εκείνοι. Στην πραγματικότητα ήταν ένας πύργος. Ανέβηκαν και κοίταξαν το λιμάνι κάτω, και τη θάλασσα μακριά. Ο δάσκαλος έβλεπε μόνο τον ουρανό. Δεν ήξεραν τι είχε στο νου του. Αλλά αυτό δεν τους προκαλούσε πια περιέργεια. Και τα κινέζικα ιδεογράμματα τους έκαναν την ίδια εντύπωση. Ξαφνικά τον είδαν να κοιτάζει την επιφάνεια του νερού. Δεν κατάλαβαν όμως ότι θυμόταν μια νοητική μάχη μιας άλλης εποχής, όπου τα σπαθιά ακολουθούσαν έναν κώδικα. Δύο σημεία πάνω στη θάλασσα και μετά τίποτα. Μετέωρα, ιπτάμενα σπαθιά και μαχητές του ανέμου. Οι μαθητές είχαν κουραστεί και κάθισαν γιατί δεν μπορούσαν να προβλέψουν πόσες ώρες θα διαρκούσε το άγνωστο μάθημα. Ήταν όντως βαριά η ασπίδα τους και δεν έβλεπαν τους εχθρούς. Αυτό δε σήμαινε ότι δεν υπήρχαν βέβαια. Κάθισε και ο δάσκαλος κι άρχισε να τους μιλά για άγνωστες μάχες που είχαν δώσει ανώνυμοι ιππότες. Αλλά εκείνος τους ονόμαζε λες και ήταν πιόνια μιας τεράστιας παρτίδας μέσα στο χρόνο. Ήθελαν ν’ απολαύσουν τη θέα αλλά το ύφος του δασκάλου τους, τους πλήγωνε. Δεν είχαν κατορθώσει να κατανοήσουν την επινόησή του. Βρισκόταν σε μια θεατρική παράσταση δίχως να γνωρίζουν το σενάριο και ο αυτοσχεδιασμός είχε τα όρια του. Εκείνα τα έδειξαν τα αστέρια της νύχτας. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι τα παραμύθια ήταν τόσο μεγάλα και τους ξάφνιασε το σκοτάδι. Δεν έβλεπαν ούτε τους χαμαιλέοντες ούτε τους δράκους. Σημασία είχε για το δάσκαλο ότι τα κτήνη ήταν μακριά. Άφησε λοιπόν τους μαθητές του να ξεκουραστούν. Δεν μπορούσαν να πεθάνουν κουρασμένοι. Σιγά σιγά, κατέβηκαν όλοι από τον πύργο. Ο δάσκαλος έμεινε λίγο πίσω χαιρέτησε τους δικούς τους και ζήτησε συγγνώμη. Οι μαθητές σκέφτηκαν ότι δεν είχε βουβάλι για να κατεβεί ο δάσκαλος και πήραν την κατηφόρα. Ο φούρνος δεν είχε ανοίξει ακόμα αλλά το προζύμι ήταν ήδη έτοιμο. Οι πέτρες του πύργου θα περίμεναν ακόμα να ζητήσει η μαθήτρια, η μικρή ένα άλλο παραμύθι για να καταλάβει τη μάχη που δεν έζησε. Θα περίμεναν ν’ ακούσουν τα λόγια της για τα σπασμένα σπαθιά. Τότε μόνο θα έλεγε ο δάσκαλος το επόμενο παραμύθι για τα παιδιά.