78005 - Podcast #78: Η θέση του διανοούμενου κατά Albert Camus
Ν. Λυγερός
Σε αυτό το Podcast θέλουμε να μιλήσουμε για τον λόγο που έβγαλε ο Camus την ημέρα της απονομής του βραβείου Νόμπελ το 1957. Λέγεται ο λόγος της Σουηδίας. Έκανε βέβαια και μια διάλεξη στη συνέχεια. Αλλά αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε με τον λόγο είναι ότι πρώτα ευχαριστεί με έναν τρόπο πολύ ανθρώπινο και εντελώς ιδιαίτερο την ίδια την Ακαδημία. Δεν θέλω να ασχοληθώ με αυτό. Θέλω να ασχοληθώ περισσότερο με το πώς θέτει το πρόβλημα του καλλιτέχνη κι έχει ενδιαφέρον, γιατί συνδυάζεται και με τα Podcast που κάναμε σε σχέση με τα δημοψηφίσματα και τα συλλαλητήρια και εξηγεί ότι παλιά ο καλλιτέχνης ήταν εκτός πλαισίου. Είχε δικαίωμα να δει την παράσταση. Χρησιμοποιεί μάλιστα και το τσίρκο της αρχαίας Ρώμης σαν παράδειγμα κι εξηγεί ότι παλιά μπορούσε ο καλλιτέχνης να κάνει ό,τι θέλει. Να γράψει το έργο του, να είναι περίφημο, να το θαυμάζουμε. Κάνει και μια αναφορά στον Mozart για να πει για πότε μιλάει με αυτόν τον τρόπο, κάνει μία αναφορά βέβαια και στον Ρακίνα κι εξηγεί ότι την εποχή που το λέει, δηλαδή το ’57, πρέπει να φανταστούμε ότι είμαστε μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο. Πρέπει να φανταστούμε ότι επειδή είναι γεννημένος στη γαλλική Αλγερία είναι μέσα σε πόλεμο. Η κατάσταση είναι αμέσως μετά τον πόλεμο. Πρέπει να θυμηθούμε ότι έχει γεννηθεί το ’13, άρα μέσα ουσιαστικά στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει ζήσει τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει ζήσει τις επιπτώσεις τις μεταπολεμικές και στη συνέχεια ξανά έναν άλλο πόλεμο, τον οποίο δεν θα ζήσει ως το τέλος, εφόσον θα πεθάνει το ’60. Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο έχει ζήσει επίσης την εμφάνιση του ναζισμού, του κομμουνισμού, διάφορες ιδεολογίες που καταπατούν τους ανθρώπους, και λέει ότι τώρα δεν μπορεί πια ο καλλιτέχνης να μην πάρει θέση. Τώρα το απαιτεί η κοινωνία. Κι έχει ενδιαφέρον πώς το εξηγεί, δηλαδή λέει: Αν ο καλλιτέχνης είναι ταπεινός και δεν μιλάει, τον κατηγορούν για τη σιωπή του. Αν μιλάει, τον κατηγορούν γιατί είναι καλλιτέχνης. Λέει δηλαδή ότι δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα. Άρα, στην πραγματικότητα πρέπει μετά να προσπαθεί να συνεχίσει, ενώ τον έχουν βάλει μέσα στην ίδια τριήρη, όπως περιγράφει, να τραβάει κουπί με τους άλλους και να συνεχίζει να παράγει ένα έργο, το οποίο να είναι ελεύθερο. Άρα, εξηγεί ότι αυτή η δυσκολία είναι τεράστια, γιατί δεν είναι ότι υπάρχει μία διαφοροποίηση μεταξύ των δημιουργών και της μάζας, ότι οι δημιουργοί καταλαβαίνουν καλύτερα τι λέει η μάζα. Στην πραγματικότητα λέει ότι εκείνη την εποχή ειδικά η μάζα εκφράζεται τόσο δυνατά, που απαιτεί από τους δημιουργούς να κάνουν αυτό που θέλει αυτή. Κι έχει ενδιαφέρον γιατί όταν κοιτάζουμε τα συστήματα όπως είναι ο ναζισμός και ο κομμουνισμός, είναι ακριβώς αυτό που έκαναν με τους δημιουργούς, τους ζωγράφους, τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς, τους φιλοσόφους, έπρεπε να γράφουν με τον δικό τους τρόπο, όχι ελεύθερα. Άρα μέσα σ’ ένα πλαίσιο ειρηνικό τους έλεγαν να κάνουν σαν τους άλλους. Αλλά σε κάποια φάση αναρωτιέται ο Camus κι έτσι κλείνει την πρώτη του εισαγωγή στη διάλεξη ότι μήπως τελικά η τέχνη είναι μία ψευδής πολυτέλεια. Η ιδέα ποια είναι; είναι ότι τελικά την έχουμε ανάγκη μέσα στην κοινωνία; την θέλει η μάζα; ή θέλει συνεχώς να μιλούν γι’ αυτήν; Λέει λοιπόν ότι αυτή η εποχή που μπορούσε να καλλιτέχνης να δημιουργήσει μόνος του έχει αλλάξει. Και μάλιστα έχει ενδιαφέρον, γιατί κάνει μία αναφορά που είναι πολύτιμη, λέει ότι τελικά έχουμε γεμίσει με ροζ βιβλιοθήκη και μαύρο μυθιστόρημα εκεί που πρώτα υπήρχε ο “Πόλεμος και Ειρήνη” του Τολστόι, “La Chartreuse de Parme” του Stendhal και καταλαβαίνουμε ότι τα μεγάλα έργα τα κλασικά είναι σαν να μην είναι πια της μόδας και μας αρέσει μία γρήγορη κατανάλωση από πράγματα που πάνε γρήγορα, που έχουν σχέση με την καθημερινότητα, έτσι ώστε να υπάρχει μία εύκολη προβολή του αναγνώστη μέσα στο κείμενο και να λέει: “μιλάει για μένα”. Ενώ για τα άλλα δεδομένα, θα ήταν ένας ήρωας, θα ήταν κάποιος που έχει κατορθώματα στο βιογραφικό του και δεν μπορεί να ταυτιστεί. Ταυτόχρονα όμως έχει ενδιαφέρον γιατί στη συνέχεια εμφανίστηκαν και άλλοι ήρωες, τους ονομάσαμε ακόμα και υπέρ-ήρωες, βέβαια και στην εποχή του Camus υπήρχαν, γιατί η γέννησή τους ήταν σε σχέση με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η γέννησή τους σχετίζεται και με τον Ψυχρό Πόλεμο και στη συνέχεια απελευθερώθηκαν απ’ αυτό το πλαίσιο και εμφανίστηκαν όλο και περισσότερο, που αυτοί οι υπέρ-ήρωες δεν μοιάζουν καθόλου με κάποιον που θα μπορούσε να ήταν της καθημερινότητας, αλλά αυτό δεν μας πειράζει. Άμα το συνδυάσουμε τώρα ότι έγραψε και ο Umberto Eco προς αυτή την κατεύθυνση, όπου έχει ένα ωραίο βιβλίο, το οποίο λέει από τον υπεράνθρωπο στον superman. Καταλαβαίνουμε αυτή την αλλαγή φάσης και αυτό που θέλαμε να αναλύσουμε σε αυτό το podcast ήταν να δούμε πώς ένας διανοούμενος, την ώρα που του δίνουν το βραβείο Nobel λογοτεχνίας, αυτό που σκέφτεται είναι: τελικά, είναι κάτι που είναι αναγκαίο για την κοινωνία; ή είναι μία προσωπική πολυτέλεια; Ευτυχώς, βέβαια για μας, ο Camus αποφάσισε να συνεχίσει το έργο του, να παράγει αυτό το έργο για την Ανθρωπότητα, χωρίς ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τα προβλήματα της κοινωνίας και της εποχής, αλλιώς δεν θα μας είχε μείνει απολύτως τίποτα, ενώ το ίχνος του Camus είναι αυτό που μας επιτρέπει να ζούμε τώρα πιο ελεύθερα.