Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό τσέλο. Ήταν τόσο μικρό που όλοι πίστευαν ότι ήταν βιολί. Ήταν όμως η αλήθεια. Ήταν δεκατοέκτο. Είχε φτιαχτεί για πολύ μικρούς ανθρώπους τριών ή τεσσάρων ετών. Αλλά σπάνιοι ήταν αυτοί που ήξεραν ότι υπάρχει. Έτσι όλοι θεωρούσαν ότι ήταν βιολί. Ήταν άδικο βέβαια αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει τα πράγματα, τουλάχιστον αυτό πίστευε έως εκείνη την τρομερή συνάντηση όταν μπήκε ένας παππούς με τον εγγονό του στο κατάστημα εγχόρδων. Είδε τον παππού να μιλά με τον υπεύθυνο. Δεν ήξερε τι έλεγε. Καταλάβαινε μόνο τη γλώσσα της μουσικής. Εκείνη τη στιγμή το πλησίασε ο πολύ μικρός άνθρωπος. Δεν μιλούσε. Σιγοτραγουδούσε και κουνούσε τα δάκτυλα του αριστερού του χεριού. Αναγνώρισε αυτούς τους δακτυλισμούς. Έμοιαζαν με νοηματική γλώσσα αλλά δεν ήταν. Κι όμως ένιωσε αμέσως ότι ήταν δική του. Ήταν πατήματα πάνω στην ταστιέρα, σε μια πολύ μικρή σαν τη δική του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ακούγοντας όμως να σφυρίζει τη δεύτερη ακολουθία του Bach, η ψυχή του θέλησε να τον αγκαλιάσει.