Ήταν δύσκολο να βρεθεί πώς λειτούργησε η αρχική ιδέα αλλά σίγουρα έγινε το αδιανόητο. Αυτό που ήταν απλώς ένα θέμα ύλης απέκτησε μια πνευματικότητα λόγω του δεσμού με το ιερό. Ο διάλογος ήταν της συνεννόησης μόνο κι όχι της επικοινωνίας. Είχαν πολλά κοινά λόγω εποχής και γλώσσας. Κι είχαν αποκτήσει ακόμα περισσότερα όχι μόνο αλληλοεκτίμησης. Υπήρχε μια αγάπη συνανθρωπιάς και μια απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Κάθε φορά που υπήρχε μία ανάγκη η μία βοηθούσε την άλλη σαν να ήταν παρούσα η απούσα. Έτσι όταν παρουσιάστηκε το αίτημα, η ανταπόκριση ήταν αυτονόητη χωρίς να υπάρξει καμία διευκρινιστική ερώτηση. Ήταν μια συνεννόηση υπονοουμένων. Ήταν ουσιαστικά ένα διπλό ανείπωτο θέλω και η μόνη ερώτηση έγινε πάνω στο θέμα της ύλης. Σαν να ήταν ερώτηση περί κράματος προσώπου ή σώματος. Η κρυφή συμφωνία κατέληξε πάνω στο σώμα χωρίς βέβαια καμιά επιπλέον ερώτηση. Τα θέλω είχαν συντονιστεί ολικά, ενώ το τοπικό παρέμεινε άγνωστο. Δεν ειπώθηκε τίποτα άλλο αλλά υπήρχαν ήδη χαμόγελα.