Ο πίνακας είχε γίνει εδώ και χρόνια. Είχε διασχίσει τις εποχές πάντα δίπλα του, πιστός στον στόχο τον αρχικό που ήθελε η ζωή. Τον ξαναπήρε στα χέρια του για να εξετάσει την κατάστασή του. Ήταν τέλειος, τίποτα δεν είχε αλλάξει, Τον έβγαλε μία πρώτη φωτογραφία για να την έχει ως μάρτυρα και αμέσως μετά άρχισε την περιποίησή του. Με τα ίδια του τα δάκτυλα περνούσε από τα πιο ευαίσθητα σημεία για να νιώσει κάθε μέρος του. Επέμενε βέβαια στα πιο σημαντικά που προκαλούσαν τη μεγαλύτερη χαρά. Αυτό έζησε με τους δακτυλισμούς που έπαιζαν πάνω του μία νέα σύνθεση και τότε κατάλαβε ότι χρειαζόταν μία έξτρα περιποίηση. Έτσι έφερε το βερνίκι μετά τον καθαρισμό για να γυαλίσει ακόμα περισσότερο η πηγή της ομορφιάς. Τα χρώματα έγιναν πιο έντονα σαν να είχαν πιει μία νέα ουσία που είχε έρθει από το μέλλον για να συναντήσει το παρελθόν και να φτάσουν μαζί στο ίδιο σημείο αναφοράς μετά την αφύπνιση και την ανάσταση στη νιρβάνα της αρμονίας.