Πριν τις Σάγκα της Ισλανδίας δεν είχε αντιληφθεί πόσο σημαντικός ήταν ο ήχος της εικόνας. Έπρεπε ν’ ακούσει τρεις φορές για την ουσία του λόγου για να συνειδητοποιήσει πόσο άγγιζε τις ψυχές. Υπήρχε η παράδοση του εικαστικού και της μουσικής στο μυαλό του. Κι η απόδειξη ήταν ο χώρος που έγραφε αφού λειτουργούσε κι ως εργαστήριο ζωγραφικής κι ως δωμάτιο μουσικής. Όμως διαβάζοντας τις Σάγκα των Ισλανδών που ήταν ένα υποσύνολο των άλλων έβλεπε ότι έκανε εικόνα με το κείμενο. Αλλά δεν είχε την εικόνα. Κι όταν εξέτασε μία εικόνα δεν είχε τον ήχο. Υπήρχαν εικόνες και ήχοι στην παράδοση. Αυτό που ήταν σπάνιο ήταν ο συνδυασμός. Δηλαδή να βλέπεις ζωντανά το έργο του σώματος και ν’ ακούς τον ήχο της σκέψης την ώρα της δράσης, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης. Δεν ήταν σαν το μουρμούρισμα του Glenn Gould όταν έπαιζε Bach στο πιάνο. Ήταν κάτι το πιο ουσιαστικό. Αυτό έγραψαν οι ψυχές. Κι αυτό τον άγγιξε. Έπρεπε όταν μελετούσε τις Σάγκα να προσφέρει και την εικόνα της εποχής. Κι όταν έδειχνε ζωντανά τις εκρήξεις του ηφαιστείου έπρεπε ν’ ακούγεται ο ήχος της βαθιάς αγάπης για να υπάρχει μέσω της προτροπής η απόλυτη απόλαυση της ομορφιάς μέσω της πρόσθετης αίσθησης που έδινε ακόμα περισσότερο πρόσβαση στην ουσία του έργου και στο έργο της ουσίας.