80658 - Το σέλας της Σαντορίνης

Ν. Λυγερός

Το σέλας της Σαντορίνης ήταν σαν τον ήλιο της Ισλανδίας. Αλλά όταν περπατούσες άγγιζες την ίδια γη. Αυτό ήταν το παράδοξο. Αλλά όταν ζεις ακόμα κι ως ψυχή δίπλα στην εξαίρεση, πιστεύεις ότι όλοι ζουν τα ίδια. Χρειάζονται χρόνια για να αντιληφθείς ότι αυτό δεν ισχύει. Τότε αρχίζεις όχι να εκτιμάς το θαύμα αλλά ν’ απολαμβάνεις την ομορφιά του και τότε όχι μόνο βλέπεις τους ήλιους στο στόμα αλλά έχεις τ’ άστρα στο στόμα που σ’ αφήνουν άφωνη ως ψυχή. Και τότε η ψυχή χρησιμοποιεί το μυστικό της νίκης για ν’ ακούσει τις βαθιές ανάσες και να πιάσει το σέλας όποια κι αν είναι η εποχή για να ζει εντός της Ανθρωπότητας χωρίς όρια. Όμως η νύχτα δεν έφτανε στις ψυχές, ήθελαν και την ομορφιά του ρευστού. Έτσι έζησαν το φως εκτός του μαύρου για να φανεί το λευκό της προσφοράς κάτω από τον πύργο του ήλιου μέσα στη δυναμική της ρευστότητας. Κι αυτήν τη φορά το θαύμα είχε ζητηθεί γιατί υπήρχε ανάγκη. Αυτό έβλεπε και με την Ισλανδία που είχε ανακαλύψει τη Γροιλανδία αλλά και τη Βίνλαντ που θα γινόταν η Αμερική μετά από αιώνες. Διότι και εκεί υπήρχαν τα ζεστά νερά ακόμα και μέσα στον Χειμώνα. Αυτό το θαύμα της φύσης ήθελαν να το ζήσουν οι ψυχές σαν να ήταν το γλυκό της νύχτας. Άλλωστε είχαν μάθει για τις καραμελωμένες πατάτες και δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στον πειρασμό της γευσιγνωσίας.