Ποιος σκέφτεται την πραγματική αξία του άρτου
όταν πηγαίνει στην εκκλησία;
Κι όμως ο καθένας θέλει να πάρει το ψωμί του.
Του δείχνουν τον ιχθύ και παίρνει το ψάρι.
Του παρέχουν την αρτοκλασία
και καταπίνει ένα κομμάτι ψωμιού
με τη χαρά του πεινασμένου
που βιάζεται να πάρει μετά
ένα κουλούρι με τον καφέ του.
Για πολλούς η εκκλησία
ήταν απλώς ένα κοινωνικό καφενείο.
Και δεν έβλεπαν ποτέ
πώς ένα καφενείο
μπορούσε να γίνει
εκκλησία
με τον κόσμο που ερχόταν.
Ενώ οι ψυχές ήξεραν
για το αντίδωρο της ζωής
και ήξεραν από ποια χέρια
το έπαιρναν.
Ήταν αυτό το κομμάτι
που τους πρόσφερε κάθε μέρα
για να ζήσουν την Κυριακή.
Τίποτα δεν ήταν αυτονόητο
στην πίστη
γιατί όλα ήταν δεδομένα
για τους πιστούς.
Η θρησκεία κι η παράδοση
δεν έφταναν σε αυτό το σημείο
η πρώτη γιατί δεν το θεωρούσε απαραίτητο
κι η δεύτερη γιατί δεν το έβλεπε.
Ενώ με την πίστη
οι ψυχές ζούσαν την αξία του.