Όσο κι αν περίμενες
δεν είχε πια σημασία
αφού ένιωθες πλέον το άγγιγμα ψυχής
ενώ δεν άγγιζες τη γη.
Τότε ανακάλυψες ότι το φως
ήταν εσωτερικό.
Φώτιζε την ψυχή σου από μέσα
για να φανεί η ομορφιά της
και πέρα των ορίων του σώματος.
Δεν υπήρχε πόνος
κι όλα τα σημεία είχαν ανοίξει
για να γίνουν πέρασμα.
Έτσι έζησες το διαμπερές του τέμπλου.
Δεν ήταν λάξευμα
αλλά μόνο χάδια βαθιά
για να νιώσει η ψυχή
κάθε δακτυλισμό.
Το αίμα κι η σάρκα
είχαν γίνει ουσία
και τίποτα λιγότερο
χάρη στο φως.
Δεν ήταν πια μόνο
συνομιλία ή ακόμα και συνεννόηση
αλλά κοινή ανάσα
σαν μοιρασμένη μεταλαβιά
που ακολουθούσε
την αρτοκλασία
σε όλη της τη βαθύτητα.
Δεν ήταν πια αναπνοή
αλλά ψυχικό κράμα
που έλαμπε όλο και περισσότερο
για να γίνει η μεταμόρφωση
της αλλαγής του κύκλου.