Για να μιλήσει στις ψυχές
το έκανε ψιθυριστά
με τα χείλη στο αφτί
γιατί δεν έβλεπαν πάντα όλες τις εικόνες
κι ήθελαν να τους μιλά
για να απολαύσουν
τον κόσμο
με το βαθύ του βλέμμα.
Ακόμα κι αν δεν ήταν δίπλα του
ήταν πάντα μαζί του
σαν την τριάδα.
Έτσι όταν μπήκε στην εκκλησία
ένιωσε την ανάσα τους
κι άλλαξε κι η δική του
για να συντονιστεί
με τον ρυθμό τους.
Προχώρησε προς το κέντρο,
όπως το έκαναν
όταν ήταν στο πλευρό του
ακόμα και στα κατεχόμενα εδάφη,
έπρεπε ν’ αγγίξει το ιερό.
Ήξερε ότι είχε πληγωθεί η εκκλησία
κι ήθελε να ξέρει
ότι ήταν μαζί της
και σε αυτήν τη φάση.
Όμως εκείνη τον αναγνώρισε,
μετά από αιώνες
είχε επιστρέψει
κι αυτή η δεύτερη παρουσία
την άγγιξε.
Τότε οι ψυχές
άνοιξαν το όργανο
κι ακούστηκε
η ψιθυριστή χαρά.