82386 - Καταγραφή Podcast #117: Κλασική και συναισθηματική νοημοσύνη Ι

Ν. Λυγερός

Αυτό το podcast είναι αφιερωμένο στην έννοια της συναισθηματικής νοημοσύνης. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει μία διαφορά μεταξύ της κλασικής νοημοσύνης που μετράμε με το IQ και της συναισθηματικής που μετράμε το EQ. Αλλά στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν τόσο διαφορετικά όσο πιστεύουμε. Υπάρχουν διαφορές ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο βρισκόμαστε. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι σε πολύ χαμηλό επίπεδο υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Τώρα μιλάω για το έργο του Salovey και του Meyer. Αυτοί βέβαια όταν το επινοούν για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’90 δεν θα το πάρει ο κόσμος με τόσο μεγάλο ενθουσιασμό, θα πρέπει να περιμένουμε ουσιαστικά το έργο του Goleman. Αλλά μετά ’95. Από κει και πέρα, όλοι αρχίζουν να λένε ότι το θέμα της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι σημαντικό, κατά κάποιο τρόπο, δεν ξέρουν απαραίτητα πώς είναι γιατί δεν φαίνεται να είναι πολύ επιστημονικό, πάντως υπάρχει μέσα στην λογοτεχνία. Αρχίζουμε να βλέπουμε δημοσιεύσεις πάνω σ’ αυτό. Εγώ θα ήθελα να εστιάσω το ενδιαφέρον μου στο εξής: υπάρχουν, ας το πούμε, τρία επίπεδα που είναι σημαντικά, τα κλασικά. Άρα τώρα μιλάω με IQ για να δούμε που πάμε. Υπάρχει βέβαια το κλασικό που είμαστε στο μέσο όρο,  είμαστε στο 100, θα μιλάω με μία κλίμακα Standford-Binet, άρα τυπική απόκλιση 16, μετά έχουμε το φάσμα που αφορά τους προικισμένους, άρα είμαστε στο 132, άρα 2 τυπικές αποκλίσεις, όταν λέμε σοβαρά προικισμένο είμαστε στις 3 τυπικές αποκλίσεις, άρα 3 φορές το 16, μερικές φορές παίρνουμε και το 4, εννοώ το 164 και μετά μπορούμε να πούμε ότι ξεπερνάμε και πάμε σ’ ένα όριο που μπορεί να είναι μη κλασικό με μία σπανιότητα 1/1.000.000 άρα πάνω κάτω στο 176. Άμα πάρουμε λοιπόν τις κλασικές  κατατάξεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν είμαστε στο μέσο όρο υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του  IQ και του EQ. Μπορούμε στο φάσμα των προικισμένων να βλέπουμε λιγότερο ανθρώπους που να έχουν ένα EQ ανεπτυγμένο σε σχέση με το IQ και αυτό οφείλεται σ’ αυτό που ονομάζουμε το φαινόμενο δυσυγχρονίας. Και είναι λογικό γιατί έχουν μια πρόωρη ανάπτυξη νοητική και στο χώρο τον συναισθηματικό έχουμε να κάνουμε με παιδιά. Δηλαδή όταν έχουμε να κάνουμε με παιδιά που είναι προικισμένα και είναι σ’ αυτό το επίπεδο με 2 τυπικές αποκλίσεις, όταν τους κάνουμε μάθημα πρέπει πάντοτε να σκεφτόμαστε ότι στο τέλος παραμένουν παιδιά. Άρα θέλουν  να κάνουν και πράγματα που κάνουν τα παιδιά παρόλο που όταν τους μιλάμε σε επίπεδο νοητικό είναι καθαρά σ’ ένα επίπεδο ενός ενήλικα. Αυτή εδώ η δυσυγχρονία θα παίξει έναν ρόλο πάνω σ’ αυτή τη διαφορά. Επιπλέον εδώ μπορούμε να πούμε ότι κοιτάζω ουσιαστικά IQ που δεν σχετίζεται καθόλου με γνώσεις γιατί αυτό που βλέπουμε είναι ότι όταν μετά περνάμε στο στάδιο του σοβαρού προικισμένου που είναι πάνω από το 150, ας το πούμε έτσι για να είναι απλό, άρα 1/1000, τότε βλέπουμε ότι το g δεν είναι free, δεν είναι ελεύθερο. Είναι loaded έχει επιπλέον άλλες γνώσεις, άρα όταν το εξετάζουμε με το g factor του Spearman είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; σημαίνει ότι αναγκαστικά επηρεάζονται απ’ αυτά που βλέπουν, τον κόσμο που κατανοούν. Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε το εξής: για να το πω λίγο διαφορετικά. Όταν είμαστε σε αυτό το επίπεδο, το πρώτο, υπάρχει μία πίεση από την κοινωνία πάνω στον άνθρωπο. Όταν είμαστε στο 2ο επίπεδο τότε υπάρχει μία εξισορρόπηση, η οποία εξηγείται και με την απόκλιση των 50 βαθμών του Wechsler όταν είμαστε σε μία κλίμακα με τυπική απόκλιση 15. Όταν μετά περνάμε στο άλλο επίπεδο, στο 3ο τότε εδώ δεν υπάρχει πια αυτή η πίεση γιατί υπάρχει μία παραγωγή έργου που αυτό διαμορφώνει την κοινωνία. Άρα τι γίνεται; όταν λοιπόν ξεπερνάμε αυτούς τους βαθμούς τότε το IQ που είναι ήδη πολύ ψηλό, έχει επίσης ένα EQ που είναι και αυτό πάρα πολύ ψηλό και μπορεί και πιο ανεβασμένο. Έχουμε παρατηρήσει πχ ότι σ’ αυτές τις κατηγορίες έχουμε μια πολύ αναπτυγμένη εμπάθεια, εμπάθεια με την ετυμολογική έννοια κι όχι μ’ αυτήν που έχει εκφυλιστεί, άρα τώρα μερικές φορές χρησιμοποιούμε την ενσυναίσθηση, αλλά  προτιμώ την ορολογία που έχουμε στα αγγλικά και στα γαλλικά, γιατί ούτως ή άλλως είναι ελληνική ορολογία, αρκεί να το κοιτάξετε και στο liddell scott. Όταν υπάρχει αυτή η ετυμολογική εμπάθεια δεν μπορεί να γίνει χωρίς να είναι πλούσιος ο συναισθηματικός κόσμος. Άρα αυτή η συναισθηματική νοημοσύνη είναι  πολύ πιο αναπτυγμένη κι είναι λογικό γιατί μπορούμε τότε να καταλάβουμε ότι λειτουργούμε μ’ ένα πλαίσιο που δεν είναι μόνο στο  επίπεδο του εγώ. Άρα πρέπει να καταλάβουμε ότι, ανάλογα βέβαια με τα μοντέλα, μπορούμε να έχουμε διαφοροποιήσεις. Εγώ θα προτιμήσω να μιλήσω μόνο για τον Goleman  για να έχουμε ένα μοντέλο που να έχει νόημα σε σχέση με τον πρώτο. Άρα η 1η εντύπωση σε σχέση με την 1η σφαίρα είναι βέβαια  η αντίληψη του εαυτού μας. Άρα πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που καταλαβαίνουν εύκολα τα συναισθήματά τους, τη συγκίνηση, μπορούν να αναγνωρίσουν βέβαια  τι τους επηρεάζει και τι δεν τους επηρεάζει όταν παίρνουν μία απόφαση, μετά είναι η 2η σφαίρα, κατά τον   Goleman, είναι η διαχείριση. Το ένα είναι η συνείδηση, το άλλο είναι η διαχείριση και είναι πάλι σε προσωπικό επίπεδο. Όταν φτάνουμε στην 3η σφαίρα τότε εδώ μπαίνει το διαπροσωπικό, πρέπει να καταλαβαίνουμε και πώς λειτουργεί ο άλλος. Άρα η συνείδηση σε σχέση με τους άλλους. Και στο 4ο επίπεδο, σ’ αυτή την 4η σφαίρα μπορούμε να πούμε ότι είναι και η διαχείριση των σχέσεων. Άρα άμα τα πάρουμε συνοπτικά έχουμε τη συνείδηση, τη διαχείριση της συνείδησης του εγώ, μετά έχουμε το διαπροσωπικό και μετά έχουμε τη διαχείριση των σχέσεων. Όταν το βλέπουμε τώρα σε σχέση με το EQ και το IQ είναι πολύ απλό: για να υπάρχει μια συναισθηματική νοημοσύνη και μια, αν θέλετε, καθαρή νοημοσύνη δηλαδή γνήσια χωρίς να έχει κάποιο άλλο επίθετο, ο συνδυασμός των 2 πώς λειτουργεί; δεν έχουμε πια κάποιον που λύνει προβλήματα, όπως είναι οι ασκήσεις. Μπορεί να έχουμε κάποιον που λύνει προβλήματα, που τα προβλήματα είναι αυτά που έχουν οι άνθρωποι. Άρα κανονικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχέση με την ψυχολογία ή ακόμα και με την ψυχανάλυση ή και με την ψυχιατρική. Αλλά τώρα το λέμε καθαρά στο επίπεδο το συναισθηματικό και το νοητικό. Εκεί πέρα έχει μεγάλη σημασία αν μπορείς να νιώσεις πώς νιώθει ο άλλος, στο διαπροσωπικό και μετά αν μπορείς να το διαχειριστείς.  Άρα έχουμε πολλά προβλήματα τέτοιου τύπου με τις μικρές ηλικίες γιατί έχουμε παιδιά που έχουν μια συναισθηματική νοημοσύνη πολύ υψηλή, δεν έχουν απαραίτητα μια κλασική νοημοσύνη πολύ υψηλή και βασανίζονται. Από την άλλη πλευρά μπορεί να έχουμε παιδιά που έχουν  υψηλή κλασική νοημοσύνη, λιγότερο συναισθηματική  και μετά περνάμε σ’ αυτό που είπα το στάδιο που λειτουργούν και τα δύο σαν ένα στρατηγικό μείγμα. Δηλαδή υπάρχει και η νοημοσύνη και το συναίσθημα. Δεν είναι κάτι που είναι σε μορφή αντιπαλότητας που λέμε συχνά. Δηλαδή η υψηλή νοημοσύνη χωρίς συναίσθημα δεν υπάρχει, υψηλό συναίσθημα πάλι χωρίς νοημοσύνη δεν υπάρχει για έναν πολύ απλό λόγο, δεν καταλαβαίνουμε τι νιώθουν. Αλλά τι νιώθει ποιος; το νιώθει αυτός που το λέει, αυτός που το σκέφτεται, τι νιώθει ο άλλος και βέβαια και πώς λειτουργεί η σχέση. Άρα μπορεί να έχουμε ένα πρόσωπο, ένα δεύτερο πρόσωπο, αλλά μετά έχουμε μία σχέση. Όταν έχουμε περισσότερα πρόσωπα, περισσότερα από 4 θα έχουμε περισσότερες από 6 σχέσεις. Εδώ τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα και χρειάζεται και αυτό το συναίσθημα και αυτή η νοημοσύνη, το βλέπουμε πολύ ξεκάθαρα στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού. Και βλέπουμε ότι εκεί πέρα διαπρέπουν οι γυναίκες γιατί μπορούν να παίξουν και με τα 2 ταυτόχρονα χωρίς να υπάρχει μια ανισορροπία. Σε πιο υψηλό επίπεδο ακόμα, τότε μπαίνουμε σ’ ένα πλαίσιο αρμονίας. Γιατί το λέω αυτό. Γιατί είναι σαν να λέμε κάποιος που είναι σ’ έναν χώρο που αφορά τη μουσική. Και λες πιο πολύ ακούς ή παίζεις; υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που έχουν την τάση να ακούν πιο πολύ μουσική και μπορούν να την ακούν και συναισθηματικά. Υπάρχουν και οι άλλοι  που κοιτάζουν το τεχνικό κομμάτι και παίζουν τη μουσική, αλλά όταν τους λες πώς ένιωθαν, λέει εντάξει ήταν δύσκολο, αυτές οι συγχορδίες με παίδεψαν, εκεί πέρα  τα μέτρα τάδε έχουν μια τεχνική δυσκολία και λες καλά, όσον αφορά το συναίσθημα, είναι τόσο απασχολημένος από την εκτέλεση του κομματιού σε βαθμό δυσκολίας που δεν προλαβαίνει να βάλει και συναίσθημα. Όμως όταν ανεβάζουμε το επίπεδο, τότε έχουμε να κάνουμε με οργανοπαίκτες που έχουν και συναίσθημα και δεξιότητες και τεχνογνωσία και όλα αυτά μετά μας φαίνονται εντελώς φυσιολογικά. Αλλά εκεί πέρα είναι ένα στάδιο που θα λέγαμε ότι είναι αρμονικό. Για μένα λοιπόν δεν βλέπω αποκλειστικά το ένα με το άλλο, θεωρώ ότι η κλασική νοημοσύνη είναι ο πυρήνας, η συναισθηματική μας επιτρέπει να καταλάβουμε μερικά πράγματα πιο ιδιαίτερα σε σχέση μ’ αυτόν τον βαθμό και πώς νιώθει ο άλλος και πώς νιώθουμε σε μια ομάδα και πώς νιώθουμε και μέσα στο πλαίσιο είτε της κοινωνίας, είτε της Ανθρωπότητας ανάλογα το πώς μπορούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα ή τη μικρή εικόνα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν θα έχουμε μόνο την έννοια του ενός. Και  θα ‘χει ενδιαφέρον να δούμε πώς αυτή η συναισθηματική νοημοσύνη μπορεί να  επηρεαστεί από ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο ή ένα θρησκευτικό υπόβαθρο, πχ όπως είναι η κενότητα. Γιατί εκεί πέρα, από τη στιγμή που νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος και είναι και οι άλλοι, τότε τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Άρα συνοπτικά και για να κλείσουμε, θα έλεγα το εξής: είναι καλό να εξετάζουμε και τα δύο, είναι καλό να έχουμε ένα βασικό πυρήνα και μια επέκταση και μετά να δούμε ότι αυτό μπορεί όντως  να το δουλέψουμε ειδικά και στο διαπροσωπικό,  γιατί άμα κάποιος καταλαβαίνει πώς λειτουργεί ο άλλος, μέσω διδασκαλίας, στο τέλος τον σέβεται περισσότερο, τον προσέχει περισσότερο, τον προστατεύει περισσότερο και τελικά μπορούμε, σπάζοντας τα αρχικά δεσμά μετά την επαφή, τη σχέση, να φτάσουμε και στον δεσμό όπου μπορούμε να πούμε ότι όντως αυτό το κομμάτι το συναισθηματικό και το νοητικό μαζί  κάνουν ένα κράμα που μπορεί να είναι και ψυχικό.