Οι περισσότεροι χρειαζόντουσαν
εξηγήσεις για τα πάντα
πριν ακολουθήσουν μία σκέψη
κι αυτό τους καθυστερούσε απίστευτα.
Ενώ με το πηγαίο
δεν υπήρχε αυτό το θέμα
και το ιερό
ήταν οφθαλμοφανές.
Η δυσκολία προερχόταν
όχι τόσο από την έλλειψη δεδομένων
αλλά από την προσωπική νόηση και μνήμη.
Ο καθένας κουβαλούσε
όχι μόνο την αντίληψή του
αλλά και τις προβολές του
έτσι ήταν δύσκολο να ζήσει τη χαρά.
Ενώ η πηγαία αγάπη
το επέτρεπε με τρόπο
εντελώς φυσιολογικό.
Το ίδιο ήταν και με την πίστη.
Αυτή έβλεπε άμεσα το ιερό.
Ενώ οι θρησκόληπτοι είχαν πάντα ανάγκη
από σαράντα εξηγήσεις,
την ώρα που ο άλλος περνούσε
σαράντα ημέρες στην έρημο
ενώ αυτοί περνούσαν
από σαράντα κύματα.
Δεν πίστευαν, βασανίζονταν.
Διότι ακολουθούσαν το σχήμα
μίας καταναγκαστικής διαδικασίας
που έμοιαζε με ψυχασθένεια.
Διότι περιορίζονταν στον εαυτό τους.
Νόμιζαν ότι πίστευαν αλλά δεν ήταν πιστοί.
Το πηγαίο και το ιερό ήταν θεμελιακά
για τον ψυχοπόλεμο.