Όταν κάποιος είχε συνηθίσει
να ζει με την καταπάτηση
ήταν δύσκολο να αντιληφθεί
πόσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος
μέσω του βλέμματος ενός χαμαιλέοντος
κι ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει
ότι η ίδια του η φύση δεν του επέτρεπε
να είναι ενάντια στους ανθρώπους
αφού είχε μέσα της
την ετυμολογική εμπάθεια
που του επέτρεπε να τους νιώσει
εκ των έσω χωρίς δυσκολία
διότι δεν υπήρχε ανάγκη υπέρβασης.
Αλλά βέβαια υπήρχαν κι αυτοί
που έβλεπαν πόσο γυμνοί ήταν
και ντρεπόντουσαν
γιατί το έβλεπε
και θεωρούσαν ότι θα μπορούσε
να τους πληγώσει, σαν να ήταν της κοινωνίας
που τους καταπατούσε.
Ήθελαν χρόνο για να καταλάβουν
πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά
γιατί έπρεπε να ξεπεράσουν
τα δικά τους εμπόδια.
Κατά κάποιον τρόπο είχαν βρει
μία λύση βιώσιμη
για να ζήσουν στα κατεχόμενα
του μυαλού τους
και δεν ήθελαν να αλλάξουν.
Έτσι ο απελευθερωτής
τους προκαλούσε φόβο
παρόλο που τον θαύμαζαν.
Κι η απόσταση παρέμενε
μεταξύ τους, σαν να ήταν
μια buffer zone,
χωρίς να αντιληφθούν
ότι ήταν μία πράσινη γραμμή
που είχαν βάλει μόνοι τους
για να μην υπάρχει απόπειρα
απελευθέρωσης των κατεχομένων
του μυαλού τους.