8274 - Τα αόρατα κουπιά (με Β. Ευαγγελίου).

Β. Ευαγγελίου, Ν. Λυγερός

Ακούγονται φωνές. Κανείς στην σκηνή. Κανείς και κανένα αντικείμενο.

– Νίκο! Νίκο!

– Βαγγέλη είμαι εδώ στο μπαλκόνι. Ήθελα να δω πως έβλεπε η Ιουλιέτα τον Ρωμαίο…

– Ω! Ιουλιέτα! Ιουλιέτα! Γιατί να είσαι Η Ιουλιέτα; Αρνήσου τον πατέρα σου, αρνήσου το ονομά σου! Και γίνε ο Νίκος που τον ψάχνω!

– Πρόσεχε τι λες ! Εδώ ψάχνουμε ακόμα τους τσολιάδες.. Να μην παρεξηγηθούμε κιόλας ! Μετά από σκέψη. Ένα σου λέω μάλλον τον βρήκε μικρό από εδώ… Για πες κάτι για να σιγουρευτώ.

– Θα με τρελάνεις, βρε Νίκο; Θες αποδείξεις ότι είμαι τι; Εν τω μεταξύ ακόμα να εμφανιστούν στην σκηνή.

– Όχι μόνο άνθρωπος αλλά και ηθοποιός ! Δεν σ’ αρέσει; Έλα πιο δω να σε βλέπω στη σκηνή…

Βγαίνει στην σκηνή ο ένας φίλος και κοιτάζει ψηλά σε κάποιο υποτιθέμενο μπαλκόνι.

– Ιουλιέτα σήμερα, σε βλέπω κάπως περίεργα! Πότε απέκτησες και τρίτο χέρι;

– Από τότε που συνάντησα ένα τσολιά στα παρασκήνια ! Ε μα τι να σου πω τώρα, ρε Βαγγέλη… Μια ατάκα σου είπαμε να κάνεις κι εσύ αντί να κοιτάς τον ουρανό, βλέπεις τα πουλιά που πετούν… Κάτσε εκεί… Έρχομαι κι εγώ… Δεν γίνεται δουλειά αλλιώς…

Ο φίλος του συνεχίζει γελώντας, με ύφος θεατρικό

– Ιουλιέτα, Ιουλιέτα, πέτα μου την καλτσοδέτα! Βρε Νίκο, φορούσαν τότε καλτσοδέτες; Μην θυμώσει ο άλλος, που του αλλάξαμε το κείμενο!

Έρχεται στη σκηνή…

– Δεν είναι επιθεώρηση το θέατρο ! Τι κάνεις μπορείς να μου πεις. Σιγά σιγά θα μετατρέψεις το όνειρο του σκηνοθέτη σε εφιάλτη… Άκου καλτσοδέτα !

– Το έκανα λίγο ροζ! Πουλάει η παρακμή Νίκο, δεν πουλάει; Τέτοια θέλει ο κόσμος! Για να ταιριάζουν με την καθημερινότητά του ή για να έχει να λέει, ότι “εγώ δεν είμαι έτσι. Είμαι καλύτερος”.

-Μα το θέμα μας δεν είναι να είμαστε καλύτεροι ! Αλλά να είμαστε καλοί. Αφού μόνο άνθρωποι είμαστε και μάλιστα συνάνθρωποι, δεν είπαμε…

– Εμείς ναι.. Οι άλλοι; Οι προηγούμενοι ή οι επόμενοι.. Θες να μιλήσουμε για τους ανθρώπους χύμα και τσουβαλάτα, τώρα που δεν μας ακούνε;

– Ε βέβαια, δεν έχουμε άλλο λόγο ύπαρξης ! Πες τα λοιπόν !

– Είναι αυτοί που γεννήθηκαν μ’ ένα πρόσωπο και στην πορεία απέκτησαν κάμποσες μάσκες για να υπάρχουν.. Που τους ένοιαζε η ζωή του δίπλα και όχι ο θάνατος του παραδίπλα! Που το δικό τους παιδί, ήταν το πιο όμορφο, χωρίς να έχουν καταλάβει ότι το σημαντικότερο στην ζωή, είναι να είσαι άσχημος.. Να μην έχεις βρει το σχήμα σου! Να μην έχεις βολευτεί στην μορφή σου! Αλλά να είσαι μορφή και άσχημη μάλιστα! Ποιο δύσκολα ξεχνούν οι άνθρωποι έναν άσχημο άνθρωπο άλλωστε, ε φίλε;

– Μα δεν μίλησες για ανθρώπους αλλά για άτομα ! Συγκεντρώσου, Βαγγέλη, έχουμε δουλειά… Αλλιώς ξέρεις τι θα κάνει ο σκηνοθέτης… Θα μας αλλάξει τα φώτα…

Εκείνη τη στιγμή αλλάζουν απότομα τα φώτα. Τι σου έλεγα;

Σιωπή. Εμφανίζεται μία βάρκα στη σκηνή… Άλλο πάλι τούτο… Την κάτσαμε… Τώρα να δεις κουπί που θα τραβήξουμε. Άντε έλα… Μπαίνει μέσα στη βάρκα. Ο άλλος διστάζει και τον τραβά από το χέρι. Παρά λίγο να πνιγείς…

– Ουφ! Στο τσακ να πνιγώ σε μια κουταλιά σανίδι! Έχεις πυξίδα μαζί σου; Για πού θα τραβήξουμε;

– Για την ανθρωπιά ! Πού αλλού;

– Δηλαδή μου λες με έμμεσο τρόπο, πως μας θέλεις μια ολόκληρη ζωή εδώ μέσα; Αν θες να κάτσουμε λιγότερο, άκου τι θα κάνουμε. Θα βουτήξεις από την βάρκα και θα ψάξω να σε βρω..

-Θα βουτήξουμε στη Δήλο για να το χαρούν ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος !

Τραβάν αόρατα κουπιά και κλείνει η αυλαία.