Δεν ήταν μόνο η κούπα που ήταν αόρατη
αλλά ολόκληρο το κάστρο.
Οι μόνοι που έβλεπαν ήταν οι πιστοί.
Γι’ αυτούς που έλεγαν ότι πίστευαν
όλα παρέμεναν αόρατα.
Η ίδια η βαθύτητα ήταν αόρατη.
Δεν ήξεραν τίποτα για το βάθος του παρελθόντος.
Εξέταζαν μόνο το παρόν.
Κοίταζαν μόνο το φύλλο τους
και δεν ήξεραν σε ποιο δέντρο ανήκουν.
Δεν μπορούσαν καν να φανταστούν το δάσος.
Ενώ αυτός ήταν μόνο δάσος.
Το δάσος του δέντρου.
Κι η ιστορία του, τα φύλλα του.
Είχε μέσα του την αόρατη βαθύτητα
και δεν είχε ανάγκη από πανοπλία.
Κουβαλούσε αυτό που άλλοι μόνο έβαζαν.
Διότι κανείς άλλος δεν θα το έκανε.
Κοίταζαν μόνο τον ξύλινο σταυρό
κι όχι το ξύλο της βελανιδιάς.
Κοίταζαν μόνο τον θάνατο
κι όχι τη ζωή.
Κοίταζαν μόνο τη Σταύρωση
και δεν έβλεπαν την Ανάσταση.