Η πίστη στο θαύμα αποτελούσε απόδειξη
της πηγαίας αγάπης και δεν είχε να δικαιολογηθεί.
Το θαύμα δεν ήταν μαγεία αλλά πίστη.
Ακόμα κι αν οι άπιστοι κι αυτοί
που έλεγαν ότι πίστευαν,
δεν μπορούσαν να κάνουν αυτήν την υπέρβαση.
Κι ο λόγος ήταν απλός.
Δεν ήταν ικανοί να ξεφύγουν
από τις προβολές τους.
Υπήρχαν σε μια σαπίλα
όπου όλα ήταν υπό αμφισβήτηση
έτσι όλα όσα έλεγαν είχαν τα όριά τους.
Ήταν αδύνατον να δουν το φως πιο πέρα
ακόμα κι αν αυτό ξεχείλιζε παντού.
Δεν ήταν ότι δεν υπήρχε φως
αλλά κρατούσαν τα μάτια τους κλειστά
λόγω φοβίας.
Δεν ήθελαν να διαταράξουν το καθεστώς
μέσα στο οποίο υπήρχαν τόσα χρόνια
με αποτέλεσμα να μην έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν.
Έτσι ακόμα και τα αρχεία
δεν τα έβλεπαν ποτέ ως χρονικά
που είχαν μία συνέχεια
που βυθιζόταν μέσα στο μέλλον.