Όσο και να φαινόταν φυσιολογικός
ήταν πανταχού ξένος.
Διότι δε χωρούσε η σκέψη του σε καμία κοινωνία.
Έβλεπε όλους αυτούς τους δειλούς
που φοβούνταν και τη σκιά τους
για το τι θα έλεγε η κοινωνία
για τις πράξεις τους.
Έκρυβαν τα σωθικά τους
και καταπατούσαν την ψυχή τους
με την προσποίησή τους να φαίνονται κανονικοί
και να βρίσκονται μέσα στη νόρμα.
Έτσι φοβόντουσαν ακόμα και την ύπαρξή του
διότι τους έβαζε εκτός πλαισίου.
Ξαφνικά οι συνήθειές τους, το βόλεμά τους
φαινόταν ακριβώς τι ήταν: μια κοινωνική ρουτίνα.
Κι αυτή δεν είχε καμία σχέση με την Ανθρωπότητα
και την ιστορία.
Ήταν δίπλα στις γραμμές του τραίνου
κι ενώ κοίταζαν από το παράθυρό τους
καταλάβαιναν ότι ήταν εκτός τραίνου
και παρέμεναν ακριβώς στο ίδιο σημείο
γιατί δεν μπορούσαν ν’ ανεβούν
και να αλλάξουν έστω κι ένα σημείο
από τη ζωή τους που ήταν μια ύπαρξη και μόνο.