Τα πάθη δεν ήταν αυτά που πίστευαν.
Τα καρφιά δεν ήταν του σταυρού.
Αλλά των ανθρώπων που έλεγαν ότι πίστευαν.
Διότι στο τέλος της μέρας
δεν ήθελαν την πίστη
αλλά μια θρησκεία που τους βόλευε
και δεν τους ενοχλούσε για να μην έχουν ενοχές.
Έτσι ακόμα κι αν έβαζε τα χέρια του
πάνω στα χαλίκια
για να μην πονούν τα δικά τους
πατούσαν ακόμα περισσότερο
πάνω στα δικά του
αδιαφορώντας για τον πόνο του
κι αν έπρεπε να σπάσουν μερικά δάχτυλα
το έκαναν χωρίς ενοχές
αφού θα τους συγχωρούσε στο τέλος.
Δεν έβλεπαν την ύπαρξή τους διαφορετικά.
Αλλά δεν τους κρατούσε κακία.
Ένιωθε ότι ήταν ο δικός τους τρόπος
να τον προετοιμάσουν για τη συνέχεια.
Τις σπάνιες φορές που στενοχωριόταν
ήταν όταν έβλεπε ένα βλέμμα που δάκρυζε
γιατί αντιλαμβανόταν η πηγαία αγάπη τους
τι του έκαναν και δεν ήθελε να υποφέρουν
και τότε αντιστεκόταν πιο έντονα.