Το κάστρο θα δεχόταν μία επίθεση.
Ήταν πια σίγουρο. Η βαρβαρότητα το ήθελε.
Είχε βάλει στόχο ν’ αρπάξει τον χιλιόχρονο θησαυρό
κι ήξερε ότι τον προστάτευε το κάστρο.
Δεν ήξερε όμως ποιοί ήταν μέσα στο κάστρο.
Είχε ανακαλύψει μόνο πρόσφατα
ότι εκεί ήταν ο θησαυρός.
Το κάστρο είχε ήδη χίλια που τον προστάτευε.
Αλλά κανείς δεν το είχε μάθει
ακόμα και μετά από τόσους αιώνες.
Η πέτρα του κάστρου ήταν πολύτιμη
για αυτό που είχε μέσα της.
Έμοιαζε με αυτές τις πέτρες
που δεν είχαν κάτι το ειδικό στο εξωτερικό τους
αλλά μέσα είχαν πολύτιμους κρυστάλλους.
Το κάστρο από έξω ήταν κλασικό.
Η φύση του ήταν βέβαια πολιορκητική.
Και γι’ αυτό είχε αντέξει τόσες επιθέσεις.
Έμοιαζε με νησί μέσα σε ποταμό,
με πλοίο μέσα στον Χρόνο.
Ήταν χρονόπλοιο.
Όσο παράξενη κι αν ήταν αυτή η λέξη
ήταν αυτή που το χαρακτήριζε επί της ουσίας.
Διότι από την αρχή είχε δημιουργηθεί
για αυτόν τον λόγο.
Η τελεολογία του ήταν η οντολογία του,
τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Κάθε πέτρα του είχε λαξευτεί
με μεγάλη νοημοσύνη
με μνήμη μέλλοντος
που είχε σκεφτεί πρώτα
πώς θα ήταν μετά το τέλος
πριν ξεκινήσει την αρχή.
Δεν ήταν λοιπόν απλώς ένα κάστρο
που δήλωνε κάποια ιστορία
διότι μιλούσε και για το μέλλον.
Ακόμα και πολιορκημένο
παρέμενε ελεύθερο
για να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση
για όσους ήταν σκλάβοι
κι ήθελαν να απελευθερωθούν
από τα πάντα
διότι ήταν πιστοί
και δεν πίστευαν μόνο.
Το κάστρο είχε φτιαχτεί
για να φυλάει τον χιλιόχρονο θησαυρό.
Αλλά κανείς δεν είχε καταλάβει
ότι επρόκειτο για θησαυροφυλάκιο.
Ήταν όμως ο ρόλος του
και γι’ αυτό κινδύνευε τώρα
η ακεραιότητά του με την πολιορκητική.