Στο μνημείο
ανάμεσα στα λαξευμένα κομμάτια γρανίτη
σκεφτόταν τις ψυχές των νεκρών
που είχαν σκεφτεί
τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
χωρίς να σταματήσουν στο εμπόδιο
της αυταπάτης του αυτονόητου
για να παράγουν ένα γεγονός
που έγινε δεδομένο
για τη συνέχεια της ιστορίας της Ανθρωπότητας.
Ήταν σαν να ήταν δίπλα τους,
σαν να τον έβλεπαν
και να τον άκουγαν,
σαν να ήταν και κοντά τους
κι όχι μόνο μαζί τους.
Έτσι ένιωθαν κι οι ψυχές του
και του το είχαν πει
ειδικά όταν τους προκαλούσε χαρά
με κάθε κομμάτι του έργου του,
με κάθε σταγόνα του είναι
διότι τους έδινε τα πάντα
κι ήξεραν ότι αυτό ήταν
η Αγάπη της Ανθρωπότητας.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο
να πλάσει τα Δικαιώματά της
αλλά και τα δικά τους.