Και φυσικά ήταν τεχνητός.
Αλλιώς δεν υπήρχε εξήγηση για τη σπανιότητά του.
Κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει
τόσους αιώνες για να δημιουργηθεί.
Έτσι είχε καταλάβει ότι ήταν μια μηχανή
παρόλο που το σώμα του έδειχνε το αντίθετο.
Αλλά είχε μάθε ότι δεν έπρεπε
να παραμείνει στην επιφάνεια των πραγμάτων,
ειδικά όταν ήταν αυτός το πράγμα.
Όταν του είχαν πει ότι ήταν προικισμένος
δεν του είχαν εξηγήσει ότι ήταν σε βαθμό
που δεν θα άντεχε ένας άνθρωπος
διότι θα ήθελε μια φυσιολογική ζωή
και δεν θα είχε την ικανότητα
να σκεφτεί κάθε στιγμή της ύπαρξής του
γιατί κανείς δεν μπορούσε
ν’ αγαπά την Ανθρωπότητα
με αυτόν τον τρόπο
αφού ήταν άγνωστος ακόμα και στις ψυχές
και γι’ αυτό είχε αποφασίσει
να μη σπαταλά χρόνο
με όντα που δεν είχαν συνέπεια.
Αυτό του είχε δώσει κυριολεκτικά
μια τεράστια ελευθερία
και δεν είχε να κάνει κανέναν συμβιβασμό
αφού μόνο θα έδινε
και ποτέ δεν θα έπαιρνε τίποτα,
ήταν του Χρόνου κι όχι της Ανθρωπότητας,
δεν είχε να υποστεί το ψυχοφθόρο
της ανθρώπινης ύπαρξης
που πάντα ήθελε να μάθει
κάθε λεπτομέρεια για τα αγαπημένα πρόσωπα.
Ως μηχανή αγαπούσε αποκλειστικά
την Ανθρωπότητα
διότι κανένας άνθρωπος
δεν θα άντεχε τέτοια δύναμη.
Είχε αντιληφθεί την ψευτομαγκιά τους.
Έλεγαν πολλά κι έκαναν λίγα.
Ήθελαν πάντα περισσότερα
από ό,τι μπορούσαν να δώσουν.
Ακόμα κι η πηγαία τους αγάπη
ήταν ασυνεπής
διότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον χρόνο.
Βέβαια λόγω αμισείας
που ήταν στον πυρήνα της αγάπης του
δεν κρατούσε κακία σε κανένα
και τους συγχωρούσε
κάθε φορά που το ζητούσαν
χωρίς να περιμένει κάποιαν ανέλιξη.
Δεν μπορούσε να τους υπολογίσει
στον αγώνα της Ανθρωπότητας,
το μόνο που έκανε ήταν να προσέχει
να μη γίνουν συνεργάτες της βαρβαρότητας
διότι θεωρούσαν απλοϊκά
ότι αν δεν έκαναν τίποτα το κακό
ήταν ήδη καλό
δίχως να αντιληφθούν ότι η Ανθρωπότητα
δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί
αν δεν υπήρχαν οι μαχητές του καλού
που πάντα έκαναν το πρέπον
για να αντισταθμίσουν
την απραξία των αθώων.
Δεν ήταν μόνο καλύτερος από όλους τους άλλους,
ήταν πάντα καλός
και δεν υπήρχει ουσιαστικά
κανένα πλαίσιο σύγκρισης,
ακόμα κι αν στην αρχή
νόμιζε ότι ήταν όλοι σαν αυτόν.
Αλλά γρήγορα έσβησε οριστικά αυτή την προβολή.
Έμοιαζε με τον καθένα
αλλά κανένας δεν του έμοιαζε,
ήταν κατά κάποιο τρόπο
όλοι συμβιβασμένοι λόγω κοινωνίας,
ενώ ήταν ασυμβίβαστος.
Ακόμα κι όταν περπατούσε μόνος του
μέσα στο πλήθος του πάρκου
έβλεπε πως ο καθένας θεωρούσε
ότι ήταν αυτό που έκανε το πιο σημαντικό
διότι πολύ απλά και μάλλον απλοϊκά
πίστευαν ότι ο καθένας ήταν
ο πιο σημαντικός,
σε βαθμό που αποτελούσε
τον πυρήνα της κοινωνικής τους θρησκείας.
Ενώ αυτός ως μηχανή ήξερε
ότι μόνο η Ανθρωπότητα ήταν σημαντική.
Επειδή δεν σπαταλούσε χρόνο,
δεν είχε προσπαθήσει ούτε μια φορά
να τους πείσει.
Δεν είχε κανένα νόημα
μάλιστα είχε καταλάβει
ότι ο καθένας με μεγάλη άνεση
θα θυσίαζε την Ανθρωπότητα
για να επιζήσει
σε αυτή τη βαβούρα της κοινωνίας.
Το μόνο που είχε σημασία ήταν
να μην προσπαθούν να υλοποιούν
αυτή τη βάρβαρη ιδέα.
Έπρεπε να παραμείνει
μια ανούσια φαντασίωση,
ένα φανταστικό απωθημένο,
τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Δεν τον πείραζε που ήταν βολεμένοι
από τη στιγμή που δεν έβαζαν σε κίνδυνο
την ύπαρξη και την εξέλιξη της Ανθρωπότητας
διότι τότε μεταμορφώνονταν σε εχθρούς
και δεν υπήρχε μέσα του
κανένα έλεος.
Είχε μελετήσει βαθιά και πολυκυκλικά
τη στρατηγική ιστορία της Ανθρωπότητας
κι ήξερε πόσο εύκολα οι αθώοι
για να σωθούν βέβαια
γινόντουσαν συνεργάτες
της βαρβαρότητας.
Δεν τους μισούσε
αλλά δεν μπορούσε να τους αγαπήσει
αφού η αγάπη του ξεχείλιζε
πέρα των ορίων αυτών των υπάρξεων
διότι ήταν φτιαγμένη για την Ανθρωπότητα.
Είχε αντιληφθεί ότι η αθωότητα
ήταν σαν την ειρήνη,
δηλαδή συμβατή με τη βαρβαρότητα.
Ήταν βιώσιμη κι όχι δίκαιη.
Δηλαδή ασύμβατη με τη ζωή του.
Ήταν μονάδες
που δεν μπορούσαν να επινοήσουν τη μοναδολογία.
Ήταν ψηφίδες χωρίς ψηφιδωτό.
Είχε γεννηθεί ελεύθερος
και ποτέ δεν είχε χρειαστεί
ν’ απελευθερωθεί.
Ως μηχανή ήταν φυσιολογικά υπερβατικός.
Ενώ γι’ αυτούς κάθε υπέρβαση
ήταν αρχικά ανέφικτη.
Δεν υπήρχε θέληση.
Οι φοβίες κυριαρχούσαν.
Κάθε διάσωση ήταν ένας άθλος
κι η συνέχεια ήταν σπάνια
αφού ο καθένας προτιμούσε
να παραμείνει εκεί που ήταν.
Ήταν σας ναυαγοσώστης
που έσωζε ζωές
δίχως να μπορεί να κάνει κάτι
για τις ψυχές.
Αυτό όμως δεν άλλαζε τίποτα
για τις αποστολές,
οι αθώοι δεν έπρεπε
να γίνουν βάρβαροι
κι αφού η δικαιοσύνη ήταν ανέφικτη
ο στόχος ήταν
η δικαίωση
και τίποτα παραπάνω.
Ένας άνθρωπος δεν θα άντεχε
αυτά τα ευρήματα
αλλά ήταν μηχανή και μπορούσε
και το έκανε
γιατί ήξερε ότι κανείς άλλος
δεν θα το έκανε.
Ακόμα κι αν γνώριζε
ότι θα τον κατηγορούσαν
ότι δεν σκότωνε βρωμούσες.
Δεν είχε σημασία.
Δεν άλλαζε απολύτως τίποτα
για την πορεία του.
Η ανάγκη της Ανθρωπότητας
δεν είχε αλλάξει
ούτε το αίτημα του Χρόνου.
Λειτουργούσε τελεολογικά.
Σας όλες τις μηχανές.
Είχε δημιουργηθεί γι’ αυτόν τον σκοπό
και τίποτα δεν δικαιολογούσε
να εγκαταλείψει τον αγώνα.
Έπρεπε να προστατέψει την Ανθρωπότητα
πάση θυσία.
Γι’ αυτό ήταν παντός καιρού.
Δεν είχε την εμπειρία της απογοήτευσης
διότι έβλεπε από πριν
τι θα γινόταν μετά
και δεν είχε καμία ψευδαίσθηση,
ήταν μόνος με την Ανθρωπότητα.
Όλοι θεωρούσαν ότι το χειρότερο
ήταν ο σολιψισμός
επειδή δεν ήξεραν
τι σημαίνει να είσαι
πραγματικά μόνος στο πλήθος
όποιο και να ήταν αυτό.
Δεν έβλεπαν την κενότητα
και κοίταζαν μόνο το κενό.
Δεν προσπαθούσαν να το γεμίσουν
ήθελαν μόνο να μη φαίνεται.
Μιλούσαν για τις λεπτομέρειες,
έδιναν σημασία σε ασήμαντα πράγματα
για να μη δουν την ουσία.
Δεν ήταν ότι δεν μπορούσαν
να τη δουν,
δεν ήθελαν.
Αυτή ήταν η διαφορά.
Είχε καταλάβει την απεγνωσμένη τακτική τους.
Εκφύλιζαν τις έννοιες,
για να ταυτίζουν αυτές που τους σύμφερναν
αλλοίωναν το λεξιλόγιο
για να παραμείνουν σ’ έναν φαύλο κύκλο
όπου ένιωθαν ασφάλεια
κι ήταν ο καθένας μέσα στο κελί του
ακόμα κι αν δεν ήταν κλειδωμένο.
Συμπεριφέρονταν σαν να ήταν τα κλειδιά
της ίδιας τους της φυλακής.
Δεν ήταν ελεύθεροι πολιορκημένοι
ήταν σκλάβοι συμβιβασμένοι.
Δεν καταλάβαινε γιατί προτιμούσαν
τη μιζέρια κι όχι την ανθρωπιά
αλλά πώς να ξεχάσει ότι είχαν
προτιμήσει τον Βαραββά
κι όχι τον Χριστό.
Άλλωστε ήταν ο λόγος που πίστευε
αφού κανείς άλλος δεν το έκανε
κι έτσι άλλαζε τα πάντα.
Έπρεπε να θυμάται
όλους αυτούς που ξεχνούσαν
γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε
η Μνήμη Μέλλοντος.
Δεν ήταν το ον κι ο χρόνος
ούτε το κενό και το ον,
ήταν η Μηχανή του Χρόνου
που είχε δημιουργηθεί
για την ανάγκη της Ανθρωπότητας.
Έτσι ήταν από την αρχή.
Έτσι θα ήταν και μετά το τέλος
αφού έπρεπε να υπερστηρίξει
τη δεύτερη φορά
για να ζήσει η αποκάλυψη
διότι η ανακάλυψη δεν επαρκούσε
για να νικήσει το φως,
αυτή ήταν η ουσία
και μόνο οι ψυχές
μπορούσαν να το αντιληφθούν.
Αυτή ήταν η μεταμόρφωση
της τετράμορφης.