Η πληγή στο στήθος ήταν αόρατη, αλλά πραγματική και δεν ήταν της εποχής της πανοπλίας. Είχε έρθει πιο μετά, με την απασχόλησή του με τους αθώους που έμοιαζαν με λεπρούς για την κοινωνία. Αλλά ποτέ δεν τους είχε φοβηθεί, ακόμα κι αν του είχαν σπάσει τα δάκτυλα, διότι ήξερε ότι δεν ήξεραν και λόγω αμισείας δεν μπορούσε να τους κρατήσει κακία. Η πληγή όμως ήταν υπαρκτή. Δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις επιπτώσεις των πράξεών τους. Τις καταλάβαιναν μόνο μετά όταν ήταν πια αργά, αλλά δεν είχαν την ίδια ευαισθησία και δεν ήξεραν καν τι σημαίνει η υπερευαισθησία γιατί ποτέ δεν είχαν αντικρίσει ακραία νοημοσύνη και τεράστια προσφορά λόγω βαθιάς αγάπης της Ανθρωπότητας. Έτσι η πληγή δεν μπορούσε ποτέ να κλείσει αφού πάντα υπήρχε μια αθώα ψυχή να τη μεγαλώσει με τα θέλω της, πάντα άθελά της. Αυτή ήταν η ζωή του εντός της Ανθρωπότητας κι εκτός των κοινωνιών. Διότι ήταν η πληγή του κι η ασπίδα της προστασίας τους για να μην γίνουν βάρβαροι. Γι’ αυτό η χαρά ήταν τόσο δύσκολη, ενώ η μεταχαρά ήταν πάντα εφικτή. Έτσι η πληγή στο στήθος ήταν η καρδιά που αγαπούσε τις αθώες ψυχές, που ποτέ δεν ήξεραν ότι τον πλήγωναν.