1009 - Η ευρωπαϊκή Ρουμανία απέναντι στη γενοκτονία
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά Βίκυ Τσατσαμπά
Ως υποψήφια χώρα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ρουμανία αναγκάστηκε το 2002 να υιοθετήσει ένα νόμο που απαγορεύει τη διάδοση συμβόλων φασιστικών, ρατσιστικών και ξενοφοβικών. Τον Οκτώβρη του 2003 κάτω από την διεθνή πίεση, ο Πρόεδρος αποδέχτηκε την δημιουργία της επιτροπής επιφορτισμένης να μελετήσει την Shoah στη Ρουμανία. Αυτή η επιτροπή με επικεφαλής το Βραβείο Nobel Ειρήνης τονElie Wiesel παρέδωσε μία έκθεση 400 σελίδων στις αρχές του Νοεμβρίου 2004. Συνιστούσε στη Ρουμανία να ακυρώσει την αποκατάσταση των εγκλημάτων πολέμου.
Η Ρουμανία κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν σύμμαχος με τη ναζιστική Γερμανία. Περίπου 400.000 Εβραίοι από τους 750.000 που ζούσαν στη Ρουμανία “εξοντώθηκαν” στα στρατόπεδα της Τρανσνίστρια. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της θητείας του δικτάτοραCeausescu, οι Εβραίοι του Ισραήλ ”πωλήθηκαν” για 10.000 δολάρια για κάθε ένα μετανάστη. Σήμερα η Ρουμανία δεν έχει παραπάνω από 13.000 Εβραίους.
Μετά από την άρνηση για μισό αιώνα της ευθύνης της εξόντωσης των Εβραίων κάτω από την πίεση της διεθνούς κοινότητας, η Ευρωπαϊκή Ένωση και της έκθεσης της Επιτροπής, η Ρουμανία μόλις αναγνώρισε επίσημα την συμμετοχή της στη Shoah. Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη του Κράτους για τηShoah κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Αναγνωρίζει ότι οι κρατικές και στρατιωτικές ρουμανικές αρχές σκότωσαν 11.000 Τσιγγάνους και 400.000 Εβραίους.
Αυτή η επίσημη αναγνώριση των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι ένα απτό παράδειγμα του τι μπορούμε να επιτύχουμε στον αγώνα για την υπεράσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αποδεικνύει ότι ένα κράτος υπεύθυνο για ένα έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας μπορεί να λυγίσει κάτω από την πίεση των υπερασπιστών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Γιατί το ρουμανικό επεισόδιο της Shoah αγνοήθηκε από το μετέπειτα κουμουνιστικό καθεστώς.
Είναι μόνο η ευρωπαϊκή Ρουμανία που συμφώνησε να αποδεχτεί την ενεργή συμμετοχή της στη γενοκτονία. Κι αυτό δεν είναι μόνο μια επιλογή αλλά μια ανάγκη, μια ανάγκη σύμφωνη με τις ηθικές αρχές που έχουν καθιερώσει τα κοινοτικά κεκτημένα. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να μετρήσουμε την απόσταση που υπάρχει και που πρέπει να διανύσουμε αν θέλουμε όλες οι υποψήφιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διέπονται πραγματικά από ευρωπαϊκές αρχές. Όταν θεωρούμε ότι η γενοκτονία των Αρμενίων του 1915 που αναγνωρίστηκε το 1987 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη Γαλλία το 2001, δεν έχει αναγνωριστεί από την Τουρκία αλλά αρνήθηκε και υπάρχει σε αυτή τη χώρα μια πραγματική πολιτική της άρνησής της, τότε μετράμε το βαθμό των διαφορών στις αρχές. Δεν πρόκειται μόνο για μια διπλωματική άρνηση αλλά για μια πραγματική αναθεώρηση της ιστορίας που προσπαθεί να διαγράψει κάθε μνήμη. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μία νέα γενοκτονία, τη γενοκτονία της μνήμης. Είναι λοιπόν μια εναντίωση στις θεμελιακές αρχές κι όχι μια λεπτομέρεια. Γι’ αυτό οφείλουμε να προσπαθήσουμε να ελαχιστοποιήσουμε τις δυσκολίες και να ισοπεδώσουμε όλες τις υποψηφιότητες, διαφορετικά θα είμαστε κι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την εξόντωση της μνήμης ενός λαού.