772 - Παραμύθι για παιδιά
Ν. Λυγερός
Μετάφραση: Ράνια Μουσούλη
Ο χειμώνας ήταν πολύ λευκός και η άνοιξη αργούσε ν’ανοίξει στον κόσμο. Τα σπίτια το γνώριζαν εδώ και αιώνες ενώ οι άνθρωποι ήταν πολυάσχολοι χωρίς χαλάρωση ως εάν ο ερχομός της εξαρτιόταν από αυτούς. Δεν ήταν σίγουροι αλλά μέσα στην αμφιβολία συνέχιζαν να ζουν. Κάποιοι είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες τους και είχαν προτιμήσει να μοιραστούν ειρηνικά αυτή τη γη που είχαν τόσο αγαπήσει και που τους είχε κάνει τόσο να υποφέρουν. Πλέον σε μικρή απόσταση από το έδαφος, κοίταζαν το κενό της ύπαρξής τους. Ήταν χαρούμενοι διότι είχαν ζήσει ήταν αλήθεια αλλά ήταν ακόμη περισσότερο διότι ήταν επιτέλους νεκροί. Αυτό έκανε χρόνια ώσπου να ασχοληθούν με την ευτυχία. Αυτή η τελευταία δεν είχε ποτέ νόημα γιαυτούς. Έμοιαζε σε αυτά τα παραμύθια για τα παιδιά που οι μεγάλοι βιάζονταν να ξεχάσουν για να αρχίσουν να ζουν ή καλύτερα για να αρχίσουν επιτέλους να πεθαίνουν διότι τελικά όλο το θέμα ήταν αυτό. Πώς να τα καταφέρουν τόσο καλά όσο κακά σε αυτό το αναπόφευκτο τέλος που αργούσε να έρθει. Η ελπίδα είχε ξεφύγει από το κουτί της Πανδώρας και είχε πείσει την ανθρωπότητα να μην αυτοκτονήσει και πως η ζωή ήταν δυνατή. Ήταν το ίδιο μήνυμα που αντάλλαζαν εδώ και αιώνες γενεές ανθρώπων απατημένοι από το είδος. Η ειρωνεία του τους είχε σημαδέψει για πάντα. Στιγματισμένοι από την ελπίδα είχαν δεχτεί την ιδέα του θανάτου όχι σαν ένα πεπρωμένο ή μια απελευθέρωση αλλά σαν ένα λάθος που μπορούσε να διορθωθεί. Αυτό που πάρθηκε για θάνατος δεν ήταν καθόλου έτσι να παρθεί και αντιπροσώπευε το δώρο της ζωής. Έτσι, ήταν σε παράκληση θανάτου δίχως να το συνειδητοποιήσουν. Οι εποχές περνούσαν, τα χρόνια πέρασαν αλλά οι άνθρωποι δεν άλλαζαν. Ήταν πεπεισμένοι ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Μόνο μια μέρα της άνοιξης, τα πράγματα άλλαξαν και πια τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Οι άνθρωποι ανακάλυψαν τον πόνο, τον πόνο της ζωής, τον πόνο να ζουν σε κατεχόμενο έδαφος. Έτσι η έννοια του θανάτου αλλάζει γιαυτούς και γίνεται τελικά ένας στόχος. Δεν ήταν πια ένα λάθος, ήταν ένα σημάδι. Η γη τους υπέφερε και από δι και μπρος κάθε στιγμή της ύπαρξης τους ήταν συνοψισμένη σε έναν ποινή πόνου. Ο χειμώνας έμοιαζε να μην τελειώνει πια. Ήταν όλο και περισσότερο λευκός ενώ η ζωή σκοτείνιαζε. Οι σπάνιες στιγμές της ανάπαυσης ήταν όλες ίδιες. Εκτυλίσσονταν στο νεκροταφείο κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης του ενός από αυτούς. Κάτω από το σημάδι του σταυρού, παρακαλούσαν όλοι το ίδιο πράγμα: Αφήστε μας να πεθάνουμε ειρηνικά !