602 - Ο θλιμμένος γέρος
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Ήταν στο Saint-Rémy, Απρίλης ή Μάης, δεν ξέρω πια, στα 1890 γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Μόλις τον είδα για πρώτη φορά, ήταν καθήμενος σε μια ξύλινη καρέκλα. Ντυμένος μ’ ένα γαλάζιο παράξενο και φωτεινό μαζί. Τα παπούτσια του καλά δεμένα παρέπεμπαν σε εποχές πιο χαρούμενες. Από τότε, δεν τον εγκατέλειπαν. Είχαν αγκιστρωθεί πάνω του για όλη του τη ζωή. Δεν είχε πια παρά μόνον αυτά. Γερμένα πάνω του σαν τη μοίρα, οι αγκώνες του μπηγμένοι στους ισχνούς του μηρούς, το κεφάλι βυθισμένο στα χέρια του τα σφιγμένα σε γροθιές, ο γέρος με τ’ άσπρα μαλλιά έκλαιγε σαν παιδί. Στο γυμνό του κεφάλι, η ιστορία είχε σκάψει βαθιές αυλακιές για να σημαδέψει το έδαφος της μνήμης. Ήταν τρελά μόνος σ’ αυτόν τον άδειο πίνακα. Το σύμπαν του όλο είχε εγκλωβιστεί σε κείνον. Δεν ήταν πια παρά ένα γαλάζιο κύμα που εξόκειλε στο χείλος του ωκεανού της ζωής. Δεν έλεγε τίποτε, ούτε καν βογκούσε, δεν ήταν πια παρά μόνον πόνος. Ολόκληρη η ύπαρξή του δεν ήταν πια παρά μόνον αυτό. Θα ήθελα να τον πάρω στην αγκαλιά μου, να τον παρηγορήσω, μα φοβήθηκα μην τον ξαφνιάσω με την ορμή της συμπόνιας μου. Εκτός κι αν είχα φοβηθεί μήπως με απορρίψει. Ποτέ δεν είχε ζητήσει την ευσπλαχνία∙ άλλη ήταν η αναζήτησή του. Κι έτσι δεν του χάρισα την ευκαιρία ν’ αρνηθεί τη βοήθειά μου και ξαναγύρισα στη σιωπή μου. Δεν είχε κουνηθεί. Ίσως και να μην είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, εκτός κι αν έβλεπε την απουσία μου. Δεν βρήκα το κουράγιο ν’ αντιμετωπίσω τη δυστυχία του κι έτσι αρκέστηκα να τον ζωγραφίζω. Φύλαξα μέσα μου την πολύτιμη εικόνα του. Δεν ήθελα να χαθεί. Έβρισκα μέσα της την αθωότητα των γηρατειών και τον ιερό χαρακτήρα των εικόνων. Δεν ήταν άγιος, ούτε κι είχα νηστέψει για να τον ζωγραφίσω, εν τούτοις λυτρωνόταν απ’ το γαλάζιο της δουλειάς μιας ολόκληρης ζωής με τέτοια ένταση που δεν θα μπορούσε να είναι παρά η δύναμη του μάρτυρα. Σαν να ’χε γεννηθεί για να ζήσει τούτη την τελευταία στιγμή, σαν να ’χε γεννηθεί για να μου προσφέρει δώρο τη θλίψη του.