431 - Το κλάμα του μπαγλαμά
Ν. Λυγερός
(Στο σπίτι της Λουτσίας…) (Full shot)
Λουτσία : Δεν ξέρω τι να πω !
Αντρέας : Ας μην πούμε τίποτα τότε…
Εύα : Μα είναι δυνατόν… (Χρόνος) Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί δεν είχαμε νέα του… (Σιωπή) Τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί μας έδωσε νέα του…
Λουτσία : Κάτι συνέβηκε… Είμαι σίγουρη… (Medium close shot)
Αντρέας : Μην ανησυχείς… Δε νομίζω να… (Δισταχτικά) Απλώς ήθελε να μας μιλήσει…
Εύα : Μα δεν της μίλησε τελικά ! (Χρόνος) Κι εσύ, Αντρέα, δεν ανησυχείς ποτέ !
Αντρέας : Αν ανησυχούσα κάθε φορά που ο Χρήστος…
Λουτσία : Γιατί έχω το αίσθημα ότι όλα τελειώνουν σιγά σιγά ;
Εύα : Δεν πρέπει να το σκέφτεσαι.
Αντρέας : Σημασία έχει ότι ο Χρήστος ζει και βρίσκεται στη Λήμνο.
Εύα : Μα για ποιο λόγο είναι εκεί ;
Αντρέας : Μήπως ξέρεις για ποιο λόγο ήταν εδώ; (Medium shot)
Λουτσία : Ο Χρήστος δεν είναι σ’ένα μέρος… Ο Χρήστος είναι το μέρος !
Αντρέας : Δεν ανήκει σε κανέναν και είναι παντού στο σπίτι του…
Εύα : Ο Χρήστος δεν γνωρίζει κανένα κι όμως τους ξέρει όλους…
Λουτσία : Όπως ο πόνος…
Αντρέας : Δηλαδή…
Λουτσία : Ο Χρήστος είναι φτιαγμένος για να πίνει τα δάκρυα αυτών που υποφέρουν…
Αντρέας : Είναι μακρύ το κύμα του πόνου…
Εύα : Όλα τα δάκρυα του κόσμου σ’ένα μοναδικό ωκεανό…
Αντρέας : Έτσι κρατάει τη ζωή μας…
(Σ’ένα κουτούκι της Λήμνου) (Full shot) (Εξωτερικό)
(Ο Χρήστος μπαίνει στο μαγαζί. Κάνει κρύο μες στις ψυχές. Δίπλα από μια παλιά σόμπα κάθεται ένας μεγάλος άντρας μ’ένα μπαστούνι, χαμένος μες στις σκέψεις του. Όλοι οι άλλοι μιλούν και παίζουν τάβλι δίχως να τον προσέχουν. Εκείνος κοιτάζει το Χρήστο να κάθεται μόνος του κι αυτός σ’ένα τραπέζι και να κάνει νόημα στον ιδιοκτήτη…)
Χρήστος : Ένα τσίπουρο, παρακαλώ. (Medium close shot)
(Ο μεγάλος άντρας κοιτάζει το ποτήρι του τώρα, ο πόνος του φαίνεται πολύ βαρύς. Ο ιδιοκτήτης φέρνει το τσίπουρο με μια μικρή ποικιλία.)
Ιδιοκτήτης : Ο κυρ Θάνος είναι πάντα έτσι… (Ο Χρήστος συνεχίζει να τον κοιτάζει…)
Χρήστος : Από πότε ;
Ιδιοκτήτης : Έχει χρόνια τώρα… (Χρόνος) Όλη αυτή η ιστορία για ένα σπασμένο μπαγλαμά…
(Χρόνος) Ούτε τ’αδέρφι να’τανε… (Σιωπή) Από τότε έσβησε…
Χρήστος : Σ’ευχαριστώ… (Χρόνος) Φέρε άλλο ένα… (Medium long shot)
(Μόλις φέρνει το δεύτερο, ο Χρήστος σηκώνεται το παίρνει και πάει να καθίσει στο τραπέζι του κυρ Θάνου… Εκείνος παραμένει σιωπηλός αν και ξαφνιασμένος.)
Χρήστος : Στην υγειά σου, κυρ Θάνο ! (Ο κυρ Θάνος χαμογελά κι ο Χρήστος κάνει το ίδιο. Όλος ο πόνος σε δυο χαμόγελα…)
Κυρ Θάνος : Πως σε λένε, γιε μου ;
Χρήστος : Χρήστο…
Κυρ Θάνος : Παλιά είχα ένα φίλο που…
Χρήστος : Ξέρω…
Κυρ Θάνος : Μα εσύ δεν είχες…
Χρήστος : Ο μπαγλαμάς έχει πολλές ζωές…
Kυρ Θάνος : Σωστά ! (Σιωπή) Μόνο έτσι χωρούν τόσοι πόνοι… (Χρόνος) Ποιος το βλέπει όμως ; (Κοιτάζει την παρέα που παίζει τάβλι. Ο Χρήστος του αγγίζει το χέρι.) Κι εσύ ξέρεις τι σημαίνει πόνος.
Χρήστος : Γεννήθηκα μ’ένα σχισμένο παλτό, αδερφέ μου…
Κυρ Θάνος : Ο μπαγλαμάς μου ήταν τα φτερά μου… (Σιωπή) Γι’αυτό μου τον έσπασαν… (Σιωπή) Από τότε έσβησε η ψυχή μου.
Χρήστος : Θ’ανοίξουν και πάλι τα πανιά σου… (Χρόνος) Ο μπαγλαμάς δεν ξέρει να κλαίει μόνο μια φορά…
Κυρ Θάνος : (Ξαφνιασμένος) Εσένα ποιος σου το έμαθε αυτό ;
Χρήστος : Ένας παλιός φίλος που αποφάσισε να μη σβήσει…
Κυρ Θάνος : Γι’αυτό ήρθες εδώ ;
Χρήστος : Μα ποτέ δεν έφυγα… (Χρόνος) Ζω μέσα σου ! Είμαι ο μπαγλαμάς σου!
(Ένα δάκρυ κυλά πάνω στο μάγουλο του Κυρ Θάνου)
INSERT : Ένας οργανοπαίχτης του παρελθόντος παίζει μ’ένα μπαγλαμά.