50089 - Το θαύμα
Ν. Λυγερός
Σωτήρης: Όταν άνοιξε η πόρτα, όλοι σταμάτησαν να μιλούν. Σιωπή. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν την εικόνα που έβλεπαν. Δεν μίλησε ούτε αυτός και κατευθύνθηκε προς το τζάκι, όπως το είχε πει ο σοφός. Είδε ότι τα ξύλα ήταν βαλμένα σωστά κι ότι η ζέστη επαρκούσε για όλους. Τότε τους κοίταξε όλους και όλες. Έτσι τους αγκάλιασε με το βλέμμα του. Έβαλε το σπαθί του πάνω στο τζάκι, όπως συνήθιζε να το κάνει και στους άλλους αιώνες και κάθισε στη μόνη κενή πολυθρόνα που είχε μείνει. Ήταν εκεί σαν να τον περίμενε. Είχε έρθει η ώρα. Οι μικρές μνήμες ήταν οι πρώτες που τον πλησίασαν και κοίταξαν τους άλλους. Η Γιαγιά χαμογελούσε γιατί είχε δικαιωθεί. Ο παππούς χαιρόταν, γιατί έβλεπε τη χαρά γύρω του. Η Βασιλική, η Ευαγγελία, ο Ιωάννης και ο Λουκάς ετοιμάστηκαν να πάρουν σημειώσεις. Ο Παύλος κατάλαβε ότι θα άρχιζε το πρώτο χρονικό ταξίδι. Και έτσι έγινε.