Όταν το λιοντάρι του είπε το μυστικό του δάσους ξαφνιάστηκε ο μικρός άνθρωπος και ταυτόχρονα χάρηκε γιατί ήταν όμορφο. Είχε ακούσει πολλά μυστικά και ήξερε ότι δεν ήταν όλα όμορφα. Αλλά αυτό ήταν εντυπωσιακό και χωρίς να το θέλει πραγματικά κοίταξε όλα τα δέντρα. Ήταν δύσκολο να το πιστέψει αλλά ήξερε πως το λιοντάρι δεν φοβόταν κανένα κι ότι έλεγε την αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή τον χαιρέτησαν οι κορυφές των δέντρων σαν να ήταν τα δάχτυλα του ίδιου χεριού, κι ένιωσε τα χάδια του δάσους πάνω στην ψυχή. Έλεγε όντως αλήθεια το λιοντάρι και ο μικρός άνθρωπος χάρηκε, γιατί τώρα ένιωθε μέσα στο δάσος όπως ένιωθε μέσα στην Ανθρωπότητα. Δεν έβλεπε μόνο τους ανθρώπους, ήξερε για αυτήν. Και τώρα που ήξερε για το δάσος δεν έβλεπε μόνο τα δέντρα. Ευχαρίστησε το λιοντάρι για το μυστικό που του είχε μάθει και φίλησε στο μέτωπο το λιοντάρι. Ποτέ κανείς δεν είχε τολμήσει να κάνει αυτήν την κίνηση. Πάνω από τα δύο του μάτια, το λιοντάρι ένιωσε την ανθρωπιά του. Ήταν τιμή του που είχε γνωρίσει τον μικρό άνθρωπο και ήταν περήφανο που του είχε μάθει το μεγάλο μυστικό. Όταν το άφησε ο μικρός άνθρωπος λυπήθηκε, αλλά όχι για πολύ, γιατί κατάλαβε πως θα άνηκε και αυτός στο δάσος. Διότι το δώρο του ήταν μία μορφή αποδοχής της παρουσίας της ψυχής του μικρού ανθρώπου εντός της ψυχότητας του δάσους και γι’ αυτό του είπε να πάει να βρει τον χαμαιλέοντα γιατί τώρα είχε μαζί του τη μνήμη με το φτερό του αετού και τον κωδικό με το μυστικό του λιονταριού. Πριν σκαρφαλώσει στο δέντρο που βρισκόταν ο χαμαιλέοντας, περπάτησε μέσα στο δάσος για να νιώσει μέσα την αναπνοή της φύσης και τη δύναμη του δάσους. Δυσκολευόταν να φανταστεί αυτό που ήξερε ότι όλο το δάσος με όλα του τα δέντρα ήταν μόνο ένα. Και ο χαμαιλέοντας στεκόταν στο πιο παλιό, εκεί όπου το ένα ζούσε χωρίς τα πολλά, εκεί όπου υπήρχαν τα θεμέλια της ιστορίας, γιατί εκεί έπρεπε να βρεθεί η νοημοσύνη για να συντονίσει την πολυπλοκότητα της δομής του δάσους, αφού κάθε δέντρο ήταν οι συνάψεις ενός τεράστιου εγκεφάλου και αυτός αποτελούσε μια ιδέα μόνο, αλλά φωτός.