Την ώρα που έβγαιναν από το μικρό βιβλιοπωλείο του Γιώργου, άρχισε η καταιγίδα.
Έβρεχε τόσο πολύ που δεν φαινόταν τίποτα μπροστά τους αλλά δεν το έβαλαν στα πόδια, όπως οι περισσότεροι. Κοίταζαν αν κάποιος είχε κάποια ανάγκη μέσα στο μονοπάτι που έτρεχε σαν ποταμός.
Έτσι συνάντησαν τον Παύλο.
Είχε καθίσει σε μια γωνία.
Στα χέρια του κρατούσε
ένα ξύλινο κουτί.
Το προστάτευε με το ίδιο του το σώμα
σαν να ήταν ένα μουσικό όργανο.
Πήγαν κοντά του και ενίσχυσαν την προστασία του ξύλινου κουτιού.
– Πού ήσασταν τόση ώρα!
– Στο βιβλιο…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει.
Τους είχε αγκαλιάσει τρυφερά
με το κεφάλι του.
Το ξύλινο κουτί δεν είχε πάθει τίποτα.
Αλλά δεν ήξεραν τι είχε μέσα.