Σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, ένας λαβωμένος άντρας είναι στο κρεβάτι. Μια νοσοκόμα αλλάζει τα ράμματα που έχει στο στόμα του. Εκείνος παραμένει σιωπηλός. Μόνο τα μάτια του δείχνουν ότι υπάρχει συνεννόηση.
Αναστασία: Ορίστε μόλις τελείωσα… Τώρα θα φανεί επιτέλους το χαμόγελό σας… Αλλά μη μιλήσετε ακόμα… Περιμένετε λίγο ακόμα… Αναρωτιέμαι πώς είναι η φωνή σας… Χαμογελάσατε; Χαίρομαι… Μάλλον θέλατε να πείτε κάτι άλλο. Χρόνος. Ξέρετε, σας προσέχω τόσες μέρες που νομίζω ότι σας ξέρω χρόνια. Δεν ξέρω τίποτα για σας… Σιωπή. Δεν μπόρεσα να μάθω για να είμαι ειλικρινής. Λυπάμαι για ό,τι σας συνέβει… Αλλά ταυτόχρονα είναι χάρη σε αυτό που σας γνώρισα… Θέλετε να πείτε κάτι το βλέπω, αλλά είπαμε. Ελπίζω μόνο να μην σας ενοχλώ… Όχι; Αν νιώθατε πόσο χαίρομαι… Πριν ξυπνήσετε μιλούσα μαζί σας και κοίταζα τις οθόνες για να καταλάβω πώς είστε… Το ξέρατε; Σιωπή. Το φαντάστηκα… Τότε θυμάστε που σας φίλησα το μέτωπο; Χρόνος. Προσευχήθηκα για να πάτε καλύτερα. Μπορεί να μην έχει νόημα για σας… Αλλά ήταν σημαντικό για μένα…
Εκείνος θέλει να μιλήσει κι εκείνη του κλείνει το στόμα μ’ ένα φιλί.