Με μειωμένη νοημοσύνη οι καπνιστές συνέχιζαν την πορεία τους που ήταν πάντα μικρή αφού ήταν μόνο ένα τσιγάρο δρόμο. Έλεγαν ότι αγαπούσαν τη ζωή και τη βασάνιζαν βάζοντας πάνω στο δέρμα της αναμμένα τσιγάρα. Την έκαιγαν σαν να ήταν καταδικασμένο βιβλίο. Και η πληγή βρωμούσε από τα χνώτα τους που δεν μπορούσαν πια να δώσουν το φιλί της ζωής, γιατί μέσα τους ήταν γεμάτα σαπίλα. Ο δρόμος με την άσφαλτό του κυλούσε μέσα τους, γιατί δεν υπήρχε κανένα απαγορευτικό αλλά δεν ήξεραν ότι ήταν αδιέξοδος. Κι όσοι ήταν δίπλα τους γνώριζαν ότι θα βάλουν ένα σταχτοδοχείο στον τάφο τους. Όλοι τους είχαν συμβιβαστεί ενώ επίσημα έλεγαν ότι πρόσεχαν την υγεία τους, αλλά η μαύρη και πικρή αλήθεια είναι ότι έδιναν μόνο σημασία στο θάνατό τους, αφού η ζωή τους έφευγε σαν καπνός. Είχαν βέβαια την ευχαρίστηση της μαλακίας. Αλλά Θεέ μου πόσο μαλάκες ήταν. Αυτό σκέφτηκε ο Ludwig Wittgenstein. Αυτός που έγραφε στα χαρακώματα δεν άντεχε να βλέπει αυτούς τους αυτοκτονημένους που δεν καταλάβαιναν την πράξη του μόνο επειδή ήταν καθυστερημένοι.