Δεν ήταν μόνο το χωριό που γιόρταζε
αλλά η ίδια η ψυχή μου
που άκουγε την παράδοση
να ξεχύνεται
και να μην κοιμάται τη νύχτα
επειδή αυτή είχε αλλάξει χρώμα
λόγω του πάθους.
Άλλοι άκουγαν μουσική
άλλοι έβλεπαν τον χορό
αλλά εγώ ήξερα απλώς
ότι δεν είχαμε πεθάνει
ακόμα και μέσα στο κρύο του χειμώνα.
Έτσι το τζάκι που έκαιγε
άναβε μνήμες
που είχαμε ζήσει πριν αιώνες
χωρίς να έχουμε γεννηθεί
κι όμως εκείνα τα τραγούδια
ήταν ακόμα μέσα μας
λες και είχαν γίνει ένα
με το είναι μας
σαν ενα κράμα
που ξεπερνούσε
κάθε συμβιβασμό
που εμπόδιζε την πρόσβαση
στην Ανθρωπότητα.