67672 - Τρέλες

Ν. Λυγερός

Μόλις κάθισε θυμήθηκε τα μοτίβα του Vivaldi που είχε υπενθυμίσει ο Bach στην Ανθρωπότητα. Έτσι οι τρέλες φάνηκαν επιτέλους φυσιολογικές. Έπιασε το μαντολίνο κι άρχισε να παίζει το κονσέρτο για να ζήσει και πάλι τι είχε γίνει μετά το γλυκό όταν πια όλοι θεωρούσαν ότι είχε φτάσει το τέλος. Και από το κρύο ήρθε το limoncello που είχε κρατήσει μέσα του την ουσία των λεμονιών. Αλλά ο λεμονόκηπος δεν ήταν πια μόνο μία αναφορά. Εδώ τα λεμόνια ήταν πια ζωντανά σαν να είχαν απελευθερωθεί από έναν πίνακα του Arcimboldo  για να τα στίψει το πάθος. Αυτό ένιωθε στα δάκτυλά του πάνω στην ταστιέρα που λειτουργούσε σαν κορμός όπου έσταζαν τα λεμόνια που δεχόταν την πίεση της μουσικής. Και στις γρήγορες νότες άγγιξε το ξύσμα με τα αιθέρια έλαια που μοσχοβολούσαν. Όσο πιο πολύ έπαιζε τόσο πιο πολλές εικόνες έβλεπε. Έτσι άκουγε αυτό που είχε δει. Έτσι έπιανε αυτό που είχε γευτεί για να ζήσει η συνέχεια και μετά το τέλος. Αυτό έλεγαν και οι νότες που δεν σταματούσαν να πέφτουν πάνω στο αναστημένο μαντολίνο του πόθου. Κι  όταν τραβούσε τις νότες με το tremolo ζούσε κάθε στάλα στο λαιμό του. Αυτή η ατέλειωτη δίψα ήταν όλο και πιο τρελή αφού δεν είχε κανένα όριο κι έφερνε το καλοκαίρι και μέσα στον χειμώνα. Το ηδύποτο οδηγούσε σε μια ηδονή των αισθήσεων, σε μια αρμονία των υπερκινήσεων, σε μια έκσταση των τρελών. Κάθε χορδή του μαντολίνου έπαιζε τον ρόλο της και δεν ήταν τυχαίο που ήταν διπλές. Γι’ αυτό άλλωστε ονομαζόταν και καρδιές. Η σκέψη του είχε γίνει δυϊκό σύμπαν για να ζήσει η διακλάδωση, για  να αφοπλίσει κάθε παράπονο της έλλειψης μέσω των κωνικών τομών και των καινοτομιών. Δεν σπαταλούσε καμία νότα αφού η καθεμία ήταν πηγή ζωής σε ένα κόσμο όπου το φως πάλευε για να μη χαθούν στο σκοτάδι της λήθης. Έτσι όταν τελείωσε το κομμάτι, ντύθηκε για να βγει στην αυλή του κάστρου  και να απόλαυσει τη θέα του κόλπου που είχε δεχτεί την έκρηξη του ηφαιστείου για να γίνει το κράμα του φωτός και της θάλασσας μετά τη λευκή νύχτα και να ξημερώσει ο κόσμος μετά τους σπασμούς της μάχης. Εκεί τον περίμεναν. Είχαν μοιραστεί τις ίδιες στιγμές του παρελθόντος πολυκυκλικά για να χαρούν και μεταχαρούν το μέλλον της ουσίας.