Το πρωί όταν υπήρχε απόλυτη σιωπή, σηκώθηκε όσο πιο σιωπηλά μπορούσε για να δει αυτό που είχε φανταστεί. Όταν πλησίασε στον διαχωρισμό έριξε μια κλεφτή ματιά. Όμως δεν είδε κανένα και κατάλαβε ότι είχε φύγει από νωρίς. Ήταν σίγουρη πως ήταν αυτός. Πλησίασε ακόμη περισσότερο. Το κρεβάτι ήταν άθικτο και δεν υπήρχε ίχνος του περάσματος του. Μήπως ήταν όλα το προϊόν της φαντασίας της; Αυτό σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Κάθισε πάνω στο κρεβάτι και αντίκρισε το βλέμμα της πάνω στον καθρέφτη της Βενετίας. Εκεί πείστηκε πως δεν μπορούσε να είχε κάνει λάθος. Ξάπλωσε και θαύμαζε το περίτεχνο νταβάνι ένιωθε γύρω της το μετάξι του παπλώματος και το έπιασε με τα δύο της χέρια για να τυλιχθεί. Τότε ανασηκώθηκε γιατί η όσφρησή της αναγνώρισε το άρωμα που τόσο αγαπούσε. Έτσι σηκώθηκε με μια και βούτηξε μέσα στα σεντόνια για να βρει το πάθος της νύχτας κι όταν έπιασε τον πόθο της κατάλαβε πως δεν είχε φανταστεί τίποτα. Ο Don Giovanni ήταν εδώ και τον ένιωθε με το σώμα της.