68101 - Το μάρμαρο της μνήμης
Ν. Λυγερός
Έπιασε το λαούτο κι άρχισε να παίζει αυτούς τους χαρακτηριστικούς ρυθμούς που επέτρεπαν στη σκέψη να αποδράσει ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο της λήθης αφού οι νότες ήταν από μόνες τους μια υπενθύμιση που υποστήριζε τη μελλοντική ανακατασκευή. Δεν υπήρχε πια κίνδυνος. Είχαν νικήσει και τους εχθρούς του Νότου και αυτούς της Ανατολής. Το νησί είχε παραμείνει ελεύθερο και αυτό έλεγε το λαούτο του μέσα στο δωμάτιο της οικίας του που ήταν κοντά στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Παλάτι. Είχε καθίσει στην άκρη του χειροποίητου μεταλλικού κρεβατιού από την πλευρά του πέτρινου τζακιού απέναντι από το παράθυρο. Ήταν ξυπόλυτος κι ένιωθε το χαλί που είχε φέρει από τα μέρη της ασπίδας της χριστιανοσύνης. Όλες αυτές οι αισθήσεις που θα ήταν απλές για τους άλλους αποτελούσαν δώρα ζωής για τον Ιππότη της πέτρας. Οι άλλοι ήταν ικανοί να ζουν δίπλα σ’ ένα μύθο χωρίς να αντιληφθούν την ύπαρξή του ενώ αυτός ήταν ικανός να τον πλάσει. Όταν τελείωσε τα κομμάτια που ήθελε να παίξει άφησε το μουσικό του όργανο πάνω στα κόκκινα σεντόνια για να υπάρχει το ίχνος του.